26 Οκτωβρίου 2014

ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΗΡΩΩΝ - ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ ΜΕ ΤΙΣ ΧΘΟΝΙΕΣ ΤΕΡΑΤΟΓΕΝΕΣΕΙΣ...

Ἐν δ᾽ ἦν ἠυκόμου Δανάης τέκος, ἱππότα Περσεύς,
οὔτ᾽ ἄρ᾽ ἐπιψαύων σάκεος ποσὶν οὔθ᾽ ἑκὰς αὐτοῦ,
θαῦμα μέγα φράσσασθ᾽, ἐπεὶ οὐδαμῇ ἐστήρικτο.
Τὼς γάρ μιν παλάμαις τεῦξεν κλυτὸς Ἀμφιγυήεις
χρύσεον· ἀμφὶ δὲ ποσσὶν ἔχεν πτερόεντα πέδιλα.
Ὤμοισιν δέ μιν ἀμφὶ μελάνδετον ἆορ ἔκειτο
χαλκέου ἐκ τελαμῶνος· ὃ δ᾽ ὥς τε νόημ᾽ ἐποτᾶτο·
πᾶν δὲ μετάφρενον εἶχε κάρη δεινοῖο πελώρου,
Γοργοῦς· ἀμφὶ δέ μιν κίβισις θέε, θαῦμα ἰδέσθαι,
ἀργυρέη· θύσανοι δὲ κατῃωρεῦντο φαεινοὶ
χρύσειοι· δεινὴ δὲ περὶ κροτάφοισιν ἄνακτος
κεῖτ᾽ Ἄιδος κυνέη νυκτὸς ζόφον αἰνὸν ἔχουσα.
Αὐτὸς δὲ σπεύδοντι καὶ ἐρρίγοντι ἐοικὼς
Περσεὺς Δαναΐδης ἐτιταίνετο. Ταὶ δὲ μετ᾽ αὐτὸν
Γοργόνες ἄπλητοί τε καὶ οὐ φαταὶ ἐρρώοντο
ἱέμεναι μαπέειν. Ἐπὶ δὲ χλωροῦ ἀδάμαντος
βαινουσέων ἰάχεσκε σάκος μεγάλῳ ὀρυμαγδῷ
ὀξέα καὶ λιγέως· ἐπὶ δὲ ζώνῃσι δράκοντε
δοιὼ ἀπῃωρεῦντ᾽ ἐπικυρτώοντε κάρηνα.
Λίχμαζον δ᾽ ἄρα τώ γε· μένει δ᾽ ἐχάρασσον ὀδόντας
ἄγρια δερκομένω. Ἐπὶ δὲ δεινοῖσι καρήνοις
Γοργείοις ἐδονεῖτο μέγας Φόβος...
******
Και μέσα ήταν της ομορφομάλλας Δανάης το τέκνο, ο καβαλλάρης Περσέας, ούτε αγγίζοντας με τα πέλματα την ασπίδα ούτε μακριά της, θαύμα μεγάλο να το πεις, γιατί δεν στηριζόταν πουθενά. Γιατί έτσι με τις παλάμες του τον έφτιαξε ο ξακουστός Αμφιδέξιος χρυσόν και γύρω στα πέλματα είχε φτερωτά πέδιλα. Κι απ’ τους ώμους του έπεφτε μαυροθήκαρο σπαθί από χάλκινο τελαμώνα· κι αυτός πετούσε σαν σκέψη. Κι ολόκληρη την πλάτη του σκέπαζε το κεφάλι του φοβερού τέρατος, της Γοργούς· κι ένας σάκος τό ’φερνε γύρω, θαύμα να τον δεις, ασημένιος· και θύσανοι απ’ αυτόν κάτω αιωρούνταν φωτεινοί χρυσοί· και το φοβερό γύρω στους κροτάφους του βασιλιά ήταν βαλμένο κράνος του Άδη που είχε τον τρομερό ζόφο της νύχτας. Κι ο ίδιος όμοιος να ορμάει να φύγει και να τρέμει ο Περσέας ο γιος της Δανάης τεντωνόταν. Κι από πίσω του οι Γοργόνες οι αζύγωτες κι ανείπωτες τινάζονταν ορμώντας να τον αρπάξουν. Και καθώς σε χλωμό χάλυβα πατούσαν, ηχούσε η ασπίδα μ’ ορυμαγδό μεγάλο σκληρά και καθαρά· κι από τις ζώνες του φίδια δύο κρέμονταν καμπυλώνοντας το κεφάλι. Κι έπαιζαν αυτά την γλώσσα· και μανιακά χτυπούσαν τα δόντια άγρια κοιτώντας. Και πάνω στα φοβερά κεφάλια των Γοργόνων τρανταζόταν ο μεγάλος Φόβος.
Ἡσιόδου, Ἀσπὶς Ἡρακλέους.
(Ἡ ἀπόδοση εἶναι ἀπὸ τις Ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, μὲ ὁρισμένες διορθώσεις).

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΟΙ 10 ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ 7 ΗΜΕΡΩΝ

Ειπόντος τινός:
«Ω, Λεωνίδα, προς πολλούς μετ' ολίγων διακινδυνεύσων ούτως πάρει;»
Λεωνίδας έφη: «Ει μεν οίεσθέ με τωι πλήθει δειν πιστεύειν, ουδ' η πάσα Ελλάς αρκεί -βραχεία γαρ μοίρα του εκείνων πλήθους εστίν- ει δε ταις αρεταίς, και ούτος ο αριθμός ικανός


Όταν κάποιος του είπε:
«Με τόσους λίγους έρχεσαι, Λεωνίδα, να διακινδυνεύσεις απέναντι σε τόσους πολλούς;»
Ο Λεωνίδας είπε: «Αν πιστεύετε ότι πρέπει να βασιζόμαστε στο πλήθος, δεν αρκεί ούτε ολόκληρη η Ελλάδα -αφού αποτελεί μικρό μέρος σε σχέση με το πλήθος εκείνων. Αν όμως πιστεύετε ότι πρέπει να βασιζόμαστε στις αρετές του καθενός, τότε και ο αριθμός αυτός είναι ικανός


(Πλούταρχος, Λακωνικά Αποφθέγματα)

Μανθάνειν ἐν μὲν τῷ Οὐρανῷ τὸ ὁρᾶν, ἐν δὲ τῇ Γῇ τὸ ἀναμιμνήσκεσθαι.

Μακάριος ὁ διὰ τῶν Μυστηρίων διελθών, οὗτος γιγνώσκει τῆς ζωῆς τὴν ἀρχὴν καὶ τὸν σκοπόν!

Ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖνα εἶσ’ ὑπὸ χθόνα· οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν!


Πίνδαρος, Ποιητὴς τῶν Ἱερῶν Ἀγώνων τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ Προφήτης τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς.



Και τί να πω αύριο στον Ήλιο;

«Σήκω, σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει

η παλιά φιδομάνα και που τώρα

πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει

στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»;

«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι,

κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,

τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω

στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει

τη γη κι ο οσκρός* του αρχίνισε να τρέχει

στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;


«Ο διθύραμβος του Ρόδου», Άγγελος Σικελιανός


* οσκρός = κεντρί, δηλητήριο
Ο Έλληνας, τέκνο του ΔευκΑλίωνος, μάχεται συνΕχώς!