Εὖ δ' ἴστε, ὦ Ἀθηναῖοι, ὅτι πλεῖστον διαφέρει φήμη καὶ συκοφαντία. Φήμη μὲν γὰρ οὐ κοινωνεῖ διαβολῇ, διαβολὴ δὲ ἀδελφόν ἐστι συκοφαντίᾳ.
Διοριῶ δ' αὐτῶν ἑκάτερον σαφῶς. Φήμη μέν ἐστιν, ὅταν τὸ πλῆθος τῶν πολιτῶν αὐτόματον ἐκ μηδεμιᾶς προφάσεως λέγῃ τινὰ ὡς γεγενημένην πρᾶξιν· συκοφαντία δ' ἐστίν, ὅταν πρὸς τοὺς πολλοὺς εἷς ἀνὴρ αἰτίαν ἐμβαλών, ἔν τε ταῖς ἐκκλησίαις ἁπάσαις πρός τε τὴν βουλὴν διαβάλλῃ τινά.
Καὶ τῇ μὲν φήμῃ δημοσίᾳ θύομεν ὡς Θεῷ, τῶν δὲ συκοφαντῶν ὡς κακούργων δημοσίᾳ προβολὰς ποιούμεθα.
Θα τα ορίσω και τα δύο με σαφήνεια. Φήμη μεν είναι, όταν το πλήθος των πολιτών αυτόματα και χωρίς καμμιά πρόφαση λέει ότι έγινε κάτι∙ συκοφαντία δε είναι, όταν ένας άνθρωπος εισάγει μέσα στους πολλούς κάποια αιτία και διαβάλλει κάποιον μέσα στις κάθε είδους συγκεντρώσεις των πολιτών και μέσα στη βουλή.
Και στη μεν φήμη θυσιάζουμε δημόσια σαν να ήταν Θεά, τους δε συκοφάντες τους απαξιώνουμε δημόσια ως κακούργους.