de pórfido luciente dura llave,
el pincel niega al mundo más süave,
que dio espíritu a leño, vida a lino.
Su nombre, aún de mayor aliento dino
que en los clarines de la Fama cabe,
el campo ilustra de ese mármol grave;
venéralo y prosigue tu camino.
Yace el Griego. Heredó Naturaleza
Arte; y el Arte, estudio. Iris, colores.
Febo, luces (si no sombras, Morfeo).
Tanta urna, a pesar de su dureza,
lágrimas beba, y cuantos suda olores
corteza funeral de árbol sabeo.
Λουίς ντε Γόνγκορα
με τον άπονο θόλο από λαμπρό πορφυρίτη
τον κόσμο ορφάνεψε από τ΄αβρότερο πινέλο
πού΄δωσε στο πανί ζωή, στο ξύλο πνεύμα.
Τ΄όνομά του, για δόξας πνοή πιο μεγάλη, τρισάξιο,
κι απ΄αυτή που κλείνουν οι μαγικοί της φήμης αυλοί,
φως τη βαριά μαρμαρόπλακα πλημμυρίζει του τάφου.
Προσκύνα και τράβα το δρόμο σου.
Εδώ κείτεται ο Γκρέκο. Του φανέρωσε η τέχνη την πλάση.
Την Τέχνη του χάρισε η σπουδή και τα χρώματα η Ίριδα.
Ο Φοίβος κι ο Μορφέας, με βεβαιότητα τις φωτοσκιάσεις.
Κι αυτή η υδρία από πένθιμο κυπαρισσόξυλο
τα δάκρυα, με τη σκληράδα της, ας πιεί τα βαριά.
Και περίσσια ας αναβλύσει αρώματα.
(Απόδοση: Δημήτρης Σιατόπουλος, από το βιβλίο "Ελ Γκρέκο -Ο ζωγράφος του θεού, Εκδ. Καστανιώτη, 2007)