18 Ιανουαρίου 2010

"ΘΕΡΣΙΤΕΣ" Ή "ΟΔΥΣΣΕΙΣ";

ΟΜΗΡΟΥ, ΙΛΙΑΣ, ΡΑΨΩΔΙΑ Β:


Μόνος ακόμη ο φλύαρος Θερσίτης θορυβούσε,
που λόγια γνώριζ’ άπρεπα πολλά να εφεύρη ο νους του,
να λοιδορή τους βασιλείς, ως τύχαινε, και μόνον
να δώση κάποιαν αφορμήν στα πλήθη να γελάσουν
κι άσχημος άλλος σαν αυτόν δεν ήλθε στην Τρωάδα.
Ήταν λοξόποδος, χωλός από το ένα πόδι,
με κυρτούς ώμους οπού εμπρός του πλάκωναν το στήθος,
με κεφαλήν στενόμακρην κι επάν’ ολίγες τρίχες.
Του Αχιλλέως μισητός πολύ και του Οδυσσέως,
ότι συχνά τους ύβριζε. Και τότε τον Ατρείδη
κρώζοντας εγλωσσόδερνε και τον μισούσαν όλοι
στα στήθη τους οι Αχαιοί και τον εκατακραίναν.
Και αυτός βοώντας έλεγε κάθε κακό του Ατρείδη:

 

Θερσίτης δ᾽ ἔτι μοῦνος ἀμετροεπὴς ἐκολῴα,
ὃς ἔπεα φρεσὶν ᾗσιν ἄκοσμά τε πολλά τε ᾔδη
μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν,
ἀλλ᾽ ὅ τι οἱ εἴσαιτο γελοίϊον Ἀργείοισιν                  215
ἔμμεναι· αἴσχιστος δὲ ἀνὴρ ὑπὸ Ἴλιον ἦλθε·
φολκὸς ἔην, χωλὸς δ᾽ ἕτερον πόδα· τὼ δέ οἱ ὤμω
κυρτὼ ἐπὶ στῆθος συνοχωκότε· αὐτὰρ ὕπερθε
φοξὸς ἔην κεφαλήν, ψεδνὴ δ᾽ ἐπενήνοθε λάχνη.
Ἔχθιστος δ᾽ Ἀχιλῆϊ μάλιστ᾽ ἦν ἠδ᾽ Ὀδυσῆϊ·             220
τὼ γὰρ νεικείεσκε· τότ᾽ αὖτ᾽ Ἀγαμέμνονι δίῳ
ὀξέα κεκλήγων λέγ᾽ ὀνείδεα· τῷ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀχαιοὶ
ἐκπάγλως κοτέοντο νεμέσσηθέν τ᾽ ἐνὶ θυμῷ.
Αὐτὰρ ὃ μακρὰ βοῶν Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ·



«Ατρείδη, πάλιν το ζητείς; Ειπέ μας τι σου λείπει;
Πλήθος χαλκόν εις τες σκηνές, πολλές γυναίκες έχεις
που διαλεκτές σου δίδομεν εσέν’ απ’ όλους πρώτα
κάθε φορά που του εχθρού πορθούμεν πολιτείαν.
Ή και χρυσάφι λαχταρείς, εδώ να σου το φέρη
κάποιος των Τρώων ποθητό παιδί να εξαγοράση
που εγώ ή κι άλλος Αχαιός θα εσύραμε δεμένον;
Ή για να γλυκοκοιμηθής γυναίκα θέλεις νέαν,
μόνος σου να την χαίρεσαι; Και συ που’σαι αρχηγός τους
δεν έπρεπε τους Αχαιούς να καταβασανίζης.


Ἀτρεΐδη τέο δ᾽ αὖτ᾽ ἐπιμέμφεαι ἠδὲ χατίζεις;           225
πλεῖαί τοι χαλκοῦ κλισίαι, πολλαὶ δὲ γυναῖκες
εἰσὶν ἐνὶ κλισίῃς ἐξαίρετοι, ἅς τοι Ἀχαιοὶ
πρωτίστῳ δίδομεν εὖτ᾽ ἂν πτολίεθρον ἕλωμεν.
Ἦ ἔτι καὶ χρυσοῦ ἐπιδεύεαι, ὅν κέ τις οἴσει
Τρώων ἱπποδάμων ἐξ Ἰλίου υἷος ἄποινα,              230
ὅν κεν ἐγὼ δήσας ἀγάγω ἢ ἄλλος Ἀχαιῶν,
ἠὲ γυναῖκα νέην, ἵνα μίσγεαι ἐν φιλότητι,
ἥν τ᾽ αὐτὸς ἀπονόσφι κατίσχεαι; οὐ μὲν ἔοικεν
ἀρχὸν ἐόντα κακῶν ἐπιβασκέμεν υἷας Ἀχαιῶν.


Ω λέρες ! Πλέον Αχαιοί δεν είσθ’ αλλ’ Αχαιάδες!
Στα σπίτια μας ας γύρωμε, κι ας μείνη εδώ στην Τροία
τα δώρα να χωνεύη αυτός, να μάθη τότε αν κάτι
τον βοηθούσαμε κι εμείς. Κι έχει ατιμάσει τώρα
άνδρ’ απ’ αυτόν καλύτερον πολύ τον Αχιλλέα,
ότι του αφαίρεσ’ άδικα των Αχαιών το δώρον.
Κι αν αυτός είχε μέσα του χολήν, αν είχεν αίμα,
θα ήταν ύστερη φορά που αδίκησες, Ατρείδη !»


Ὦ πέπονες κάκ᾽ ἐλέγχε᾽ Ἀχαιΐδες οὐκέτ᾽ Ἀχαιοὶ     235
οἴκαδέ περ σὺν νηυσὶ νεώμεθα, τόνδε δ᾽ ἐῶμεν
αὐτοῦ ἐνὶ Τροίῃ γέρα πεσσέμεν, ὄφρα ἴδηται
ἤ ῥά τί οἱ χἠμεῖς προσαμύνομεν ἦε καὶ οὐκί·
ὃς καὶ νῦν Ἀχιλῆα ἕο μέγ᾽ ἀμείνονα φῶτα
ἠτίμησεν· ἑλὼν γὰρ ἔχει γέρας αὐτὸς ἀπούρας.    240
Ἀλλὰ μάλ᾽ οὐκ Ἀχιλῆϊ χόλος φρεσίν, ἀλλὰ μεθήμων·
ἦ γὰρ ἂν Ἀτρεΐδη νῦν ὕστατα λωβήσαιο·

Τον μέγαν Αγαμέμνονα μ’ αυτά κακολογούσε
τότε ο Θερσίτης, κι έφθασεν ο θείος Οδυσσέας
και λόγια του’πε φοβερά με ήθος αγριωμένο:
«Αν και λαμπρός ομιλητής, μωρόλαλε Θερσίτη,
βουβάσου και τους βασιλείς μη ψέγε συ και μόνος,
ότι από σε χειρότερον κανέναν δε γνωρίζω
απ’ όσους έφθασαν εδώ μαζί με τους Ατρείδες.
Παύσε λοιπόν τους βασιλείς συχνά πυκνά να σέρνης
στο στόμα σου και να τηράς του γυρισμού την ώρα
και ακόμη δεν γνωριζομεν αυτά πώς θα τελειώσουν,
αν για καλό ή για κακό θα γίνη ο γυρισμός μας.

ὣς φάτο νεικείων Ἀγαμέμνονα ποιμένα λαῶν,
Θερσίτης· τῷ δ᾽ ὦκα παρίστατο δῖος Ὀδυσσεύς,
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν χαλεπῷ ἠνίπαπε μύθῳ·        245
Θερσῖτ᾽ ἀκριτόμυθε, λιγύς περ ἐὼν ἀγορητής,
ἴσχεο, μηδ᾽ ἔθελ᾽ οἶος ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν·
οὐ γὰρ ἐγὼ σέο φημὶ χερειότερον βροτὸν ἄλλον
ἔμμεναι, ὅσσοι ἅμ᾽ Ἀτρεΐδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἦλθον.
Τὼ οὐκ ἂν βασιλῆας ἀνὰ στόμ᾽ ἔχων ἀγορεύοις,  250
καί σφιν ὀνείδεά τε προφέροις, νόστόν τε φυλάσσοις.
Οὐδέ τί πω σάφα ἴδμεν ὅπως ἔσται τάδε ἔργα,
ἢ εὖ ἦε κακῶς νοστήσομεν υἷες Ἀχαιῶν.


Συ κάθεσαι και του λαού τον αρχηγόν Ατρείδην
κατηγορείς που οι Δαναοί του δίδουν πολεμάρχοι
δώρα πολλά και οι λόγοι σου φαρμάκι είναι γεμάτοι.
Άλλ’ άκουσε και πίστευσε που ό,τι θα ειπώ θα γίνη.
Αν σ’ έβρω να λυσσομανάς κι άλλην φοράν, ως τώρα,
η κεφαλή να μη σταθή στους ώμους του Οδυσσέως,
μήτε πατέρα να με ειπούν του Τηλεμάχου πλέον,
αν δεν σε πιάσω ευθύς εγώ να σε γυμνώσω απ’ όλα
όσα φορείς και ακόμ’ αυτά που τα κρυφά σκεπάζουν,
και να σε διώξω ελεεινά δαρμένον, που να κλαίης
φεύγοντας απ’ την σύνοδον ως τα γοργά καράβια.».


Τὼ νῦν Ἀτρεΐδῃ Ἀγαμέμνονι ποιμένι λαῶν
ἧσαι ὀνειδίζων, ὅτι οἱ μάλα πολλὰ διδοῦσιν           255
ἥρωες Δαναοί· σὺ δὲ κερτομέων ἀγορεύεις.
Ἀλλ᾽ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται·
εἴ κ᾽ ἔτι σ᾽ ἀφραίνοντα κιχήσομαι ὥς νύ περ ὧδε,
μηκέτ᾽ ἔπειτ᾽ Ὀδυσῆϊ κάρη ὤμοισιν ἐπείη,
μηδ᾽ ἔτι Τηλεμάχοιο πατὴρ κεκλημένος εἴην,          260
εἰ μὴ ἐγώ σε λαβὼν ἀπὸ μὲν φίλα εἵματα δύσω,
χλαῖνάν τ᾽ ἠδὲ χιτῶνα, τά τ᾽ αἰδῶ ἀμφικαλύπτει,
αὐτὸν δὲ κλαίοντα θοὰς ἐπὶ νῆας ἀφήσω
πεπλήγων ἀγορῆθεν ἀεικέσσι πληγῇσιν.


Και με το σκήπτρο του’πληξε την ράχιν και τους ώμους.
Κυρτώθη εκείνος και θερμό του εκύλησε το δάκρυ.
Το χρυσό σκήπτρο εσήκωσε στην ράχιν φουσκαλίδα
και πονεμένος τρέμοντας εκάθισε ο Θερσίτης,
χαμένα γύρω εκοίταξε κι εσφόγγισε το δάκρυ.
Κι όλος εγέλασ’ ο λαός αν κι ήταν πικραμένος.
Κι εστράφη κάποιος κι έλεγεν εκεί στον πλαγινόν του:


Ὣς ἄρ᾽ ἔφη, σκήπτρῳ δὲ μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω
πλῆξεν· ὃ δ᾽ ἰδνώθη, θαλερὸν δέ οἱ ἔκπεσε δάκρυ·
σμῶδιξ δ᾽ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη
σκήπτρου ὕπο χρυσέου· ὃ δ᾽ ἄρ᾽ ἕζετο τάρβησέν τε,
ἀλγήσας δ᾽ ἀχρεῖον ἰδὼν ἀπομόρξατο δάκρυ.
Οἳ δὲ καὶ ἀχνύμενοί περ ἐπ᾽ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν·
ὧδε δέ τις εἴπεσκεν ἰδὼν ἐς πλησίον ἄλλον·


«Ω έργα πόσα εξαίσια κατόρθωσ’ ο Οδυσσέας,
σύμβουλος πρώτος, συνετός και άξιος πολεμάρχος !
Αλλά τώρα ευεργέτησε μεγάλως τους Αργείους
που την αυθάδειαν έπασε του κακογλώσσου αχρείου.
Πού θ’ αργήσ’ η απότολμη ψυχή του να τον σπρώξη
πάλι με λόγι’ αναίσχυντα τους βασιλείς να ψέγη».

ὢ πόποι ἦ δὴ μυρί᾽ Ὀδυσσεὺς ἐσθλὰ ἔοργε
βουλάς τ᾽ ἐξάρχων ἀγαθὰς πόλεμόν τε κορύσσων·
νῦν δὲ τόδε μέγ᾽ ἄριστον ἐν Ἀργείοισιν ἔρεξεν,
ὃς τὸν λωβητῆρα ἐπεσβόλον ἔσχ᾽ ἀγοράων.         275
Οὔ θήν μιν πάλιν αὖτις ἀνήσει θυμὸς ἀγήνωρ
νεικείειν βασιλῆας ὀνειδείοις ἐπέεσσιν.
 



ΠΗΓΗ: ΜΙΚΡΟΣ ΑΠΟΠΛΟΥΣ

"ΘΕΡΣΙΤΕΣ" Ή "ΟΔΥΣΣΕΙΣ"; 
ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΑΙΡΙΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΕΛΛΗΝΑ! ΜΕΛΕΤΗΣΤΕ ΚΑΛΑ ΤΗΝ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ... 
Ο ΘΕΡΣΙΤΙΣΜΟΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΘΗΚΕ ΕΝΤΟΝΑ ΚΑΙ ΕΝΤΕΧΝΑ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ... ΚΑΙ ΣΧΕΔΟΝ ΑΥΤΟΝ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ Η ΕΞΩΘΕΝ ΚΑΤΕΥΘΥΝΟΜΕΝΗ "ΤΕΧΝΗ" ΚΑΙ "ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ" ΩΣ ΝΕΟ-ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑΣ... 
ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΓΥΡΩ ΣΑΣ... ΠΟΣΟΥΣ "ΘΕΡΣΙΤΕΣ" ΚΑΙ ΠΟΣΟΥΣ "ΟΔΥΣΣΕΙΣ" ΒΛΕΠΕΤΕ; 
ΕΠΕΙΤΑ, ΑΝ ΑΝΤΕΧΕΤΕ, ΚΟΙΤΑΞΤΕ ΚΑΙ ΜΕΣΑ ΣΑΣ... ΠΑΝΤΟΥ "ΑΓΑΝΑΚΤΙΣΜΕΝΟΥΣ" ΜΙΚΡΟ-ΘΕΡΣΙΤΕΣ ΘΑ ΒΡΕΙΤΕ, ΚΑΛΑ ΘΡΕΜΜΕΝΟΥΣ ΑΠΟ ΤΙΣ "ΣΚΟΤΩΜΕΝΕΣ ΩΡΕΣ" ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΤΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ "-ΟΠΟΥΛΟΥΣ" ΚΑΙ "-ΑΚΗΔΕΣ" ΝΑ ΣΑΧΛΑΜΑΡΙΖΟΥΝ ΑΝΕΥΘΥΝΑ ΕΠΙ ΠΑΝΤΟΣ ΕΠΙΣΤΗΤΟΥ...
ΑΠΟΘΡΑΣΥΜΕΝΟΥΣ "ΘΕΡΣΙΤΕΣ" ΠΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΧΥΔΑΙΑ ΦΡΑΣΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥΣ, ΚΑΤΑΔΥΝΑΣΤΕΥΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΤΟΣ ΚΑΙ ΕΚΤΟΣ ΖΩΗ, ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑ...
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΟΡΘΩΘΕΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΑ Ο "ΟΔΥΣΣΕΑΣ", ΠΟΥ ΚΑΘΕ ΕΛΛΗΝΑΣ ΚΡΥΒΕΙ ΒΑΘΙΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ, ΚΑΙ ΝΑ ΠΑΤΑΞΕΙ ΤΟΥΣ -ΠΟΛΥΠΛΗΘΕΙΣ ΠΛΕΟΝ- "ΘΕΡΣΙΤΕΣ", ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΓΥΡΩ ΤΟΥ; 

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΟΙ 10 ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ 7 ΗΜΕΡΩΝ

Ειπόντος τινός:
«Ω, Λεωνίδα, προς πολλούς μετ' ολίγων διακινδυνεύσων ούτως πάρει;»
Λεωνίδας έφη: «Ει μεν οίεσθέ με τωι πλήθει δειν πιστεύειν, ουδ' η πάσα Ελλάς αρκεί -βραχεία γαρ μοίρα του εκείνων πλήθους εστίν- ει δε ταις αρεταίς, και ούτος ο αριθμός ικανός


Όταν κάποιος του είπε:
«Με τόσους λίγους έρχεσαι, Λεωνίδα, να διακινδυνεύσεις απέναντι σε τόσους πολλούς;»
Ο Λεωνίδας είπε: «Αν πιστεύετε ότι πρέπει να βασιζόμαστε στο πλήθος, δεν αρκεί ούτε ολόκληρη η Ελλάδα -αφού αποτελεί μικρό μέρος σε σχέση με το πλήθος εκείνων. Αν όμως πιστεύετε ότι πρέπει να βασιζόμαστε στις αρετές του καθενός, τότε και ο αριθμός αυτός είναι ικανός


(Πλούταρχος, Λακωνικά Αποφθέγματα)

Μανθάνειν ἐν μὲν τῷ Οὐρανῷ τὸ ὁρᾶν, ἐν δὲ τῇ Γῇ τὸ ἀναμιμνήσκεσθαι.

Μακάριος ὁ διὰ τῶν Μυστηρίων διελθών, οὗτος γιγνώσκει τῆς ζωῆς τὴν ἀρχὴν καὶ τὸν σκοπόν!

Ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖνα εἶσ’ ὑπὸ χθόνα· οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν!


Πίνδαρος, Ποιητὴς τῶν Ἱερῶν Ἀγώνων τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ Προφήτης τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς.



Και τί να πω αύριο στον Ήλιο;

«Σήκω, σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει

η παλιά φιδομάνα και που τώρα

πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει

στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»;

«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι,

κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,

τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω

στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει

τη γη κι ο οσκρός* του αρχίνισε να τρέχει

στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;


«Ο διθύραμβος του Ρόδου», Άγγελος Σικελιανός


* οσκρός = κεντρί, δηλητήριο
Ο Έλληνας, τέκνο του ΔευκΑλίωνος, μάχεται συνΕχώς!