τὸ ζῆν δὲ θνῄσκειν ἐστί;
κι ἂν εἶναι θάνατος αὐτὸ ποὺ λέγεται ζωή;
Εὐριπίδης
θὰ τὸ δείχνει ἕνα ὀρθὸ κυπαρίσσι;
Κι’ ἀπ' ὅ,τι εἴδαμε, ἀκούσαμε, ἀγγίξαμε
τάφου γῆ θὰ μᾶς ἔχει χωρίσει;
Ὅ,τι ἀγγίζομε, ἀκοῦμε καὶ βλέπουμε,
τοῦτο μόνο Ζωή μας τὸ λέμε;
Κι’ αὐτὸ τρέμομε μήπως τὸ χάσουμε
καὶ χαμένο στοὺς τάφους τὸ κλαῖμε;
Σ' ὅ,τι ἀγγίζομε, ἀκοῦμε καὶ βλέπομε,
τῆς ζωῆς μας ὁ κόσμος τελειώνει;
Τίποτε ἄλλο; Στερνό μας ἀπόρριμα
τὸ κορμί ποὺ σκορπιέται καὶ λυώνει;
Κάτι ἀνέγγιχτο, ἀνάκουστο, ἀθώρητο,
μήπως κάτω ἀπ' τοὺς τάφους ἀνθίζῃ
κι’ ὅ,τι μέσα μας κρύβεται ἀγνώριστο
μήπως πέρ' ἀπ' τὸ θάνατο ἀρχίζει;
Ἡ ψυχή, ταξιδεύτρα μέσ’ τ’ Ἄπειρο,
σταλαμίδα νεροῦ μήπως μοιάζῃ,
ποὺ ἀνεβαίνει στὰ νέφη ἀπ’ τὰ πέλαγα,
κι’ ἀπ’ τὰ νέφη στοὺς κάμπους σταλάζει;
Μήπως ὅ,τι θαρροῦμε βασίλεμα
γλυκοχάραμ' αὐγῆς εἶναι πέρα,
κι’ αντί νἄρθῃ μιὰ νύχτ' ἀξημέρωτη
ξημερώνῃ μι' ἀβράδιαστη μέρα;
Μήπως εἶν' ἡ ἀλήθεια στὸ θάνατο
κι’ ἡ ζωὴ μήπως κρύβει τὴν πλάνη;
Ὅ,τι λέμε πὼς ζῇ μήπως πέθανε
κι’ εἶν' ἀθάνατο ὅ,τι ἔχει πεθάνῃ;