Ο ΣΧΕΤΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΠΟΛΙΤΕΙΑ" ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΟΣ.
Εἴη δ’ ἂν ἡ ἐξουσία ἣν λέγω τοιάδε μάλιστα, εἰ αὐτοῖς γένοιτο οἵαν ποτέ φασιν δύναμιν τῷ Γύγου τοῦ Λυδοῦ προγόνῳ γενέσθαι. εἶναι μὲν γὰρ αὐτὸν ποιμένα θητεύοντα παρὰ τῷ τότε Λυδίας ἄρχοντι, ὄμβρου δὲ πολλοῦ γενομένου καὶ σεισμοῦ ῥαγῆναί τι τῆς γῆς καὶ γενέσθαι χάσμα κατὰ τὸν τόπον ᾗ ἔνεμεν. ἰδόντα δὲ καὶ θαυμάσαντα καταβῆναι καὶ ἰδεῖν ἄλλα τε δὴ ἃ μυθολογοῦσιν θαυμαστὰ καὶ ἵππον χαλκοῦν, κοῖλον, θυρίδας ἔχοντα, καθ’ ἃς ἐγκύψαντα ἰδεῖν ἐνόντα νεκρόν, ὡς φαίνεσθαι μείζω ἢ κατ’ ἄνθρωπον, τοῦτον δὲ ἄλλο μὲν οὐδέν, περὶ δὲ τῇ χειρὶ χρυσοῦν δακτύλιον ὄντα περιελόμενον ἐκβῆναι. συλλόγου δὲ γενομένου τοῖς ποιμέσιν εἰωθότος, ἵν’ ἐξαγγέλλοιεν κατὰ μῆνα τῷ βασιλεῖ τὰ περὶ τὰ ποίμνια, ἀφικέσθαι καὶ ἐκεῖνον ἔχοντα τὸν δακτύλιον· καθήμενον οὖν μετὰ τῶν ἄλλων τυχεῖν τὴν σφενδόνην τοῦ δακτυλίου περιαγαγόντα πρὸς ἑαυτὸν εἰς τὸ εἴσω τῆς χειρός, τούτου δὲ γενομένου ἀφανῆ αὐτὸν γενέσθαι τοῖς παρακαθημένοις, καὶ διαλέγεσθαι ὡς περὶ οἰχομένου. καὶ τὸν θαυμάζειν τε καὶ πάλιν ἐπιψηλαφῶντα τὸν δακτύλιον στρέψαι ἔξω τὴν σφενδόνην, καὶ στρέψαντα φανερὸν γενέσθαι. καὶ τοῦτο ἐννοήσαντα ἀποπειρᾶσθαι τοῦ δακτυλίου εἰ ταύτην ἔχοι τὴν δύναμιν, καὶ αὐτῷ οὕτω συμβαίνειν, στρέφοντι μὲν εἴσω τὴν σφενδόνην ἀδήλῳ γίγνεσθαι, ἔξω δὲ δήλῳ· αἰσθόμενον δὲ εὐθὺς διαπράξασθαι τῶν ἀγγέλων γενέσθαι τῶν παρὰ τὸν βασιλέα, ἐλθόντα δὲ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μοιχεύσαντα, μετ’ ἐκείνης ἐπιθέμενον τῷ βασιλεῖ ἀποκτεῖναι καὶ τὴν ἀρχὴν οὕτω κατασχεῖν.
Εἰ οὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην, καὶ τὸν μὲν ὁ δίκαιος περιθεῖτο, τὸν δὲ ὁ ἄδικος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο, ὡς δόξειεν, οὕτως ἀδαμάντινος, ὃς ἂν μείνειεν ἐν τῇ δικαιοσύνῃ καὶ τολμήσειεν ἀπέχεσθαι τῶν ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἅπτεσθαι, ἐξὸν αὐτῷ καὶ ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἀδεῶς ὅτι βούλοιτο λαμβάνειν, καὶ εἰσιόντι εἰς τὰς οἰκίας συγγίγνεσθαι ὅτῳ βούλοιτο, καὶ ἀποκτεινύναι καὶ ἐκ δεσμῶν λύειν οὕστινας βούλοιτο, καὶ τἆλλα πράττειν ἐν τοῖς ἀνθρώποις ἰσόθεον ὄντα. οὕτω δὲ δρῶν οὐδὲν ἂν διάφορον τοῦ ἑτέρου ποιοῖ, ἀλλ’ ἐπὶ ταὔτ’ ἂν ἴοιεν ἀμφότεροι. καίτοι μέγα τοῦτο τεκμήριον ἂν φαίη τις ὅτι οὐδεὶς ἑκὼν δίκαιος ἀλλ’ ἀναγκαζόμενος, ὡς οὐκ ἀγαθοῦ ἰδίᾳ ὄντος, ἐπεὶ ὅπου γ’ ἂν οἴηται ἕκαστος οἷός τε ἔσεσθαι ἀδικεῖν, ἀδικεῖν. λυσιτελεῖν γὰρ δὴ οἴεται πᾶς ἀνὴρ πολὺ μᾶλλον ἰδίᾳ τὴν ἀδικίαν τῆς δικαιοσύνης, ἀληθῆ οἰόμενος, ὡς φήσει ὁ περὶ τοῦ τοιούτου λόγου λέγων· ἐπεὶ εἴ τις τοιαύτης ἐξουσίας ἐπιλαβόμενος μηδέν ποτε ἐθέλοι ἀδικῆσαι μηδὲ ἅψαιτο τῶν ἀλλοτρίων, ἀθλιώτατος μὲν ἂν δόξειεν εἶναι τοῖς αἰσθανομένοις καὶ ἀνοητότατος, ἐπαινοῖεν δ’ ἂν αὐτὸν ἀλλήλων ἐναντίον ἐξαπατῶντες ἀλλήλους διὰ τὸν τοῦ ἀδικεῖσθαι φόβον.
Και θα ήταν τέτοια μάλιστα η εξουσία που λέγω εγώ, σαν εκείνη τη δύναμη που λέγουν πως έλαβε μια φορά ο Γύγης ο πρόγονος του Λυδού (ενν. του Κροίσου). Αυτός δηλαδή ήταν βοσκός στην υπηρεσία του βασιλιά της Λυδίας και μια φορά, ύστερ' από μια μεγάλη μπόρα και σεισμό, σκίστηκε η γη κ' έγινε ένα χάσμα στο μέρος ακριβώς που έβοσκε. Αυτός από περιέργεια κατέβηκε μέσα, όπου βλέπει, καθώς διηγούνται, και άλλα θαυμάσια πράγματα κ' ένα άλογο, που είχε στα πλευρά του κάτι παραθυράκια· σκύφτει λοιπόν και βλέπει μέσα από κει ένα νεκρό, μα, καθώς φαίνονταν, πολύ μεγαλύτερο από συνηθισμένο άνθρωπο και που τίποτε άλλο δε φορούσε παρά ένα χρυσό δαχτυλίδι στο χέρι, που του το πήρε και βγήκε έξω. Όταν κατόπι μαζευτήκανε οι βοσκοί, όπως συνήθιζαν κάθε μήνα, να δώσουν αναφορά στο βασιλέα για τα κοπάδια του, ήρθε και κείνος με το δαχτυλίδι στο χέρι· καθώς λοιπόν κάθονταν με τους άλλους, έτυχε να στρέψη την πέτρα του δαχτυλιδιού από το μέσα μέρος κι αμέσως έγινε άφαντος στους άλλους, που βρίσκονταν εκεί κι άρχισαν να μιλούν γι' αυτόν σα να ήταν φευγάτος. Εκείνος παραξενεύτηκε και ψηλαφητά γύρισε πάλι το δαχτυλίδι προς το έξω μέρος, κι αμέσως έγινε φανερός. Κι αφού το παρατήρησε αυτό, ξαναδοκίμαζε το δαχτυλίδι, αν έχη πραγματικώς αυτή τη δύναμη, όταν το στρέφη από τη μέσα μεριά να χάνεται από τα μάτια των άλλων, και όταν προς τα έξω να παρουσιάζεται πάλι· αφού το βεβαιώθηκε ενήργησε να πάη κι αυτός με τους άλλους βοσκούς, που ήταν να δώσουν τους λογαριασμούς στο βασιλέα, και κει τα κατάφερε να διαφθείρει την βασίλισσα κι αφού μαζί οι δυό των σκοτώνουν το βασιλιά, παίρνει, αυτός το θρόνο.
Αν λοιπόν υπήρχαν δυο τέτοια δαχτυλίδια και φορούσε το ένα ο δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δε θα βρίσκονταν, καθώς ήθελε φανή, με τόσο ατσαλένιο χαρακτήρα, που να διατηρηθή στη δικαιοσύνη και να έχη τη γενναιότητα να το κρατήση και να μη βάλη το χέρι του στα αγαθά των άλλων, ενώ θα είχε την εξουσία κι από την αγορά να παίρνη ό,τι ήθελε και μέσα στα ξένα σπίτια να μπαίνη και να έρχεται σε σχέσεις μ' οποίον ήθελε, και να σκοτώνη τον ένα και να γλυτώνη τον άλλο από τη φυλακή, κι όλα τα πάντα να κάνη σαν Θεός μέσα στους ανθρώπους. Και γενικά τίποτα διαφορετικό δεν θά 'κανε από τον άλλο τον άδικο, αλλά κ' οι δυό τους τον ίδιο το δρόμο θά 'παιρναν. Τίποτα λοιπόν δεν θα μπορούσε ν' αποδείξη καλύτερ' απ' αυτό το παράδειγμα, πως κανείς δεν είναι δίκαιος από ευχαρίστησή του, μα από ανάγκη, επειδή δεν είναι πράγμα αφ' εαυτού του καλό, κι όπου κανείς νομίζει πως είναι ικανός να αδική, αδικεί. Γιατί κάθε άνθρωπος πιστεύει, και πολύ δίκαια, καθώς θα πουν όσοι υποστηρίζουν αυτό το λόγο, πως πολύ περισσότερο τον ωφελεί η αδικία παρά η δικαιοσύνη· κι αν κανείς, που έπαιρνε τέτοια εξουσία, δεν θά 'θελε ποτέ ν' αδικήση μηδέ να βάλη χέρι σε ξένο πράγμα, θα τον περνούσαν για τον πιο κακομοιριασμένο και ανόητο όλοι όσοι έχουν αίσθηση· το πολύ να τον επαινούν στα φανερά και να γελούν έτσι ο ένας τον άλλο, από φόβο μην πάθουν τίποτα κ' οι ίδιοι.
Απόδοση: Ι.Ν. Γρυπάρης (με ορισμένες διορθώσεις). Εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, Αθήνα.