Mεσομήδους τοῦ Κρητός
κυανῶπι Θεά, θύγατερ Δίκας,
ἃ κοῦφα φρυάγματα θνατῶν
ἐπέχεις ἀδάμαντι χαλινῷ,
ἔχθουσα δ' ὕβριν ὀλοὰν βροτῶν
μέλανα φθόνον ἐκτὸς ἐλαύνεις.
Ὑπὸ σὸν τροχὸν ἄστατον ἀστιβῆ
λήθουσα δὲ πὰρ πόδα βαίνεις,
γαυρούμενον αὐχένα κλίνεις.
Ὑπὸ πῆχυν ἀεὶ βίοτον μετρεῖς,
ζυγὸν μετὰ χεῖρα κρατοῦσα.
Ἵλαθι μάκαιρα δικασπόλε,
Νέμεσι πτερόεσσα βίου ῥοπά.
Νέμεσιν Θεὸν ᾄδομεν ἀφθίταν,
νημερτέα καὶ πάρεδρον Δίκας,
ἃ τὰν μεγαλανορίαν βροτῶν
νεμεσῶσα φέρεις κατὰ Ταρτάρου.
Mεσομήδους του Κρητός
κυανόφθαλμη Θεά, θυγατέρα της Δίκης,
συ που των θνητών τα κούφια ξεφυσήματα
συγκρατείς με αδαμάντινα χαλινάρια,
και καθώς απεχθάνεσαι των βροτών την ολέθρια ύβρι
τον κατάμαυρο φθόνο εξαποστέλλεις.
Κάτω από τον τροχό σου τον άστατο που ίχνος δεν αφήνει
ανεπαίσθητα πλησιάζεις σε κάθε παράβασι
και τον επηρμένον αυχένα ταπεινώνεις.
Με τον πήχυ σου πάντοτε τον βίο μετράς,
ζυγό κρατώντας συνεχώς στο χέρι σου.
Ελέησον, μακάρια, συ που απονέμεις τα οφειλόμενα,
πτερωτή Νέμεσι, ισορροπία του βίου!
Την Θεά Νέμεσι άδουμε την άφθαρτη,
την αδιάψευστη, και πάρεδρο της Δίκης,
συ που την μεγαλαυχία των θνητών
δικαίως καταστέλλοντας οδηγείς στον Τάρταρο!