να βάλει σίδερο ψαρί κι ένα δοξάρι, αγώνα
κι αρχή του φόνου, στο ψηλό παλάτι, στους μνηστήρες.
Του πύργου της ανέβηκε τη μαρμαρένια σκάλα,
και πήρε το γυρτό κλειδί στο παχουλό της χέρι,
όμορφο χάλκινο κλειδί με φιλτισένια χούφτα.
Στον ακρινό της πήγε οντά με παρακόρες άλλες,
που εκεί ήταν όλοι οι θησαυροί του βασιλιά κλεισμένοι,
χαλκός, χρυσάφι, σίδερο δυσκολοδουλεμένο,
κι ένα δοξάρι λυγιστό και μια σαϊτοθήκη,
γεμάτη πολυστέναχτες σαΐτες, που ένας ξένος
δώρα στη Λακεδαίμονα τα ᾽δωσε του Δυσσέα,
ο Ίφιτος του Ευρύτη ο γιος, των αθανάτων όμοιος,
που στη Μεσσήνη σμίξανε στο σπίτι του Ορτιλόχου.
Πήγε ένα χρέος ο θεϊκός Δυσσέας να συνάξει,
που όλο του χρώσταε το χωριό. Γιατί Μεσσήνιοι κλέφτες
με τρεχαντήρια ανάφρυδα σηκώσανε απ’ το Θιάκι
τρακόσια αρνιά με τους βοσκούς. Γι’ αυτό ο Δυσσέας πήγε
παιδάκι, απ’ τον πατέρα του και τους δημογερόντους
σταλμένος, το ταξίδι αυτό το μακρινό να κάμει.
Δώδεκα πάλε ο Ίφιτος φοράδες του ζητούσε
κλεμμένες, που όλες βύζαναν καματερά μουλάρια,
που χάρος του κατάντησαν στερνά και μαύρη μοίρα,
σαν πήγε στο λιοντόψυχο γιο του μεγάλου Δία
τον Ηρακλή, αρχιμάστορα τρανών κατορθωμάτων,
που ο άσεβος, στο σπίτι του που τον φιλοξενούσε
τον σκότωσε, κι ούτε θεών φοβήθηκε το μάτι
και το ψωμί που του ᾽δωσε, μόν’ τη ζωή του πήρε
και κράτησε στο σπίτι του τις γλήγορες φοράδες.
Αυτές ζητώντας πήγαινε και βρήκε το Δυσσέα,
και το δοξάρι του ᾽δωσε, που πρώτα το κρατούσε
ο θεριομάχος Εύρυτος κι ύστερα στο παιδί του
του τ’ άφησε, όταν πέθανε, μες στο ψηλό του σπίτι.
Κοντάρι του ᾽δωσε γερό κι ένα σπαθί ο Δυσσέας,
αρχή φιλίας τρυφερής, μα μήτε στο τραπέζι
δε γνωριστήκαν, γιατί πριν σκότωσε ο γιος του Δία
τον Ίφιτο του Ευρύτου γιο, των αθανάτων όμοιο,
που το δοξάρι του ᾽δωσε. Κι αυτό ο θεϊκός Δυσσέας,
σαν πήγαινε στον πόλεμο με τα γοργά καράβια,
τ’ άφηνε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου,
και μόνο στην πατρίδα του σαν ήταν το κρατούσε.
Και στον οντά σαν έφτασε η θεϊκιά γυναίκα,
και το δρυένιο πάτησε κατώφλι, που τεχνίτης
με προσοχή το σκάλισε, στη στάφνη ισώνοντάς το,
και παραστάτες έβαλε κι αχτιδοβόλες πόρτες,
έλυσε αμέσως το λουρί απ’ το κοράκι απάνω
κι έβαλε μέσα το κλειδί κι αντίκρυ ήβρε τους σύρτες
κι έσπρωξε. Και καθώς βογκά μες στο λιβάδι ο ταύρος
που βόσκει, έτσι όμοια βόγκησαν κι οι όμορφες οι πόρτες,
όταν τις βρήκε το κλειδί κι ανοίξανε στην ώρα.
Σ’ ένα σανίδι ανέβηκε ψηλό, που ᾽ταν απάνω
σεντούκια με φορέματα γεμάτα μυρισμένα,
κι απ’ το καρφί ξεκρέμασε και πήρε το δοξάρι,
με το θηκάρι τ’ όμορφο, που όλο το κλειούσε μέσα.
Κάθισε και στα γόνατα το πήρε και θρηνούσε
κι όξω με δάκρυα το ᾽βγαλε τ’ αφέντη το δοξάρι,
Κι όταν τον πολυδάκρυτο χόρτασε πια το θρήνο,
για το παλάτι κίνησε στους άτροπους μνηστήρες
με το δοξάρι το κυρτό και τη σαϊτοθήκη
γεμάτη πολυστέναχτες ένα σωρό σαΐτες.
Κι οι παρακόρες σήκωναν γεμάτο ένα καλάθι
με σίδερο και με χαλκό, τα όπλα του Δυσσέα.
Κι ως έφτασε η ασύγκριτη γυναίκα στους μνηστήρες,
στάθηκε στης καλόφτιαστης σκεπής κατά το στύλο,
σκεπάζοντας τα μάγουλα με τη λαμπρή της μπόλια,
κι είχε στο κάθε της πλευρό και μια πιστή της δούλα
και στους μνηστήρες γύρισε κι είπεν αυτά τα λόγια·
«Ακούστε με, περήφανοι μνηστήρες, που με πείσμα
να τρώτε και να πίνετε το ρίξατε στο σπίτι
ανθρώπου που στις ξενιτιές, καιρούς και χρόνια λείπει
κι άλλη δε βρήκατε αφορμή να πείτε, παρά μόνο
πως θέλετε να πάρετε γυναίκα σας εμένα.
Μα ελάτε στον αγώνα αυτό να βγείτε, που θα βάλω
βραβείο το μεγάλο του δοξάρι του Δυσσέα.
Κι εκείνον που ευκολώτερα την κόρδα του τεντώσει
και θα περάσει δώδεκα πελέκια με σαΐτα,
θ’ ακολουθήσω αφήνοντας το νυφικό μου σπίτι,
τ’ ασύγκριτο στην ομορφιά με θησαυρούς γεμάτο,
που και μες στ’ όνειρο συχνά θα το γλυκοθυμούμαι».
Είπε κι ευτύς τον Εύμαιο προστάζει, στους μνηστήρες
με το ψαρί το σίδερο να βάλει το δοξάρι,
κι αυτός με δάκρυα το ᾽βαλε κι αλλού ο βοϊδοφυλάχτης
θρηνούσε, όταν τ’ αντίκρισε τ’ αφέντη το δοξάρι,
Τότε ο Αντίνος με πικρά τους αποπήρε λόγια·
«Χωριάτες, που απ’ τη μύτη σας δεν πάει πιο πέρα ο νους σας,
τις μύξες τι τραβάτε εδώ, χαμένοι, και τα σπλάχνα
ταράζετε της γυναικός, που μες στα στήθια ο πόνος
κι αλλιώς τη σφάζει, πόχασε το λατρευτό της ταίρι;
Καθίστε εδώ δίχως μιλιά να τρώτε, ειδέ στο δρόμο
βγείτε να κλαίτε και στη γης αφήστε το δοξάρι,
μεγάλο αγώνα που μαθέ κανείς δε θα μπορέσει
εύκολα το καλόξυστο δοξάρι να τεντώσει,
γιατί δεν είναι εδώ κανείς σαν το Δυσσέα αντρείος.
Τον είδα με τα μάτια μου και τον θυμούμαι ακόμα,
σαν ήμουνα μικρό παιδί και πήγαινε στην Τροία».
Είπε, και του ᾽λπιζε η καρδιά την χόρδα να τεντώσει
και να περάσει ανάμεσα στο σίδερο η σαΐτα.
Μα τη σαΐτα του ᾽τανε γραφτό να δοκιμάσει
πρώτος απ’ τον αψέγαδο Δυσσέα, που στρωμένος
στο σπίτι του τ’ ατίμαζε κι άλλους παρακινούσε.
Κι ο λατρευτός Τηλέμαχος το λόγο πήρε κι είπε
«Αχ, ο θεός με τύφλωσε. Η σεβαστή μου μάνα
μου λέει, μ’ όλη τη γνώση της, το σπίτι αυτό ν’ αφήσει
σαν ξένη κι άντρα δεύτερο πως θέλει ν’ ακλουθήσει,
κι εγώ γελώ και χαίρομαι μ’ αστόχαστο κεφάλι.
Μα ελάτε, αφού σας βάλθηκε τέτοιο βραβείο, μνηστήρες.
Γυναίκα, που άλλη δεύτερη δεν είναι στην Ελλάδα,
στην Πύλο, στην πολύχρυση Μυκήνα, και μες στ’ Άργος.
[μήτε στη μαύρη τη Στεριά μήτε κι εδώ στο Θιάκι.]
Τα ξέρετε. Τη μάνα μου ποια να παινέψω ανάγκη;
Μα ελάτε και μη βρίσκετε αναβολής αιτίες
και το δοξάρι ατέντωτο πολύ καιρό ας μη μείνει,
να ιδούμε. Θα καταπιαστώ κι εγώ κι αν το τεντώσω
κι ανάμεσα απ’ το σίδερο περάσω τη σαΐτα,
δε θα χολιώ αν η μάνα μου το σπίτι της αφήσει
κι άλλον αν πάρει. Τότε εγώ ξοπίσω εδώ θα μείνω,
άξιος πια του πατέρα μου τα όπλα εγώ να πάρω».
Είπε, κι ορθός σηκώθηκε και πέταξε απ’ τον ώμο
τον κόκκινη χλαμύδα του κι έβγαλε το σπαθί του.
Έσκαψε πρώτα ένα μακρύ αυλάκι, με τη στάφνη
ισώνοντάς το, κι έστησε αράδα τα πελέκια,
και γύρω πάτησε τη γης και τον θαμάζανε όλοι
πως τα ᾽στησε έτσι ταχτικά που άλλη φορά δεν είδε.
Στάθηκε στο κατώφλι ορθός και πήρε το δοξάρι
να δοκιμάσει. Τρεις φορές με πείσμα προσπαθούσε
να το τεντώσει. Τρεις φορές λύθηκε η δύναμή του,
κι ας είχε ελπίδα μέσα του την κόρδα να τεντώσει // και να περάσει ανάμεσα στο σίδερο η σαΐτα.
Την τέταρτη το τέντωσε, με δύναμη ως τραβούσε,
μα την ορμή του κράτησε με γνέματα ο Δυσσέας.
Κι ο λατρευτός Τηλέμαχος μίλησε πάλε κι είπε˙
«Αχ, άναντρος κι αδύναμος θα μείνω εγώ για πάντα,
ή θα ᾽μαι ακόμα εγώ μικρός και δε βαστώ στα χέρια
ν’ αντισταθώ σ’ όποιον βρεθεί και με προσβάλει πρώτος.
Μα ελάτε δοκιμάστε σεις οι άλλοι το δοξάρι,
που ᾽στε στα χέρια πιο τρανοί, για να τελέψει ο αγώνας».
Έτσι είπε κι άφησε στη γης γυρμένο το δοξάρι,
στα κολλητά πορτόφυλλα τα τεχνοδουλεμένα,
κι ακούμπησε τη φτερωτή σαΐτα στο κοράκι,
κι έκατσε πάλε στο θρονί που το χε πριν αφήσει,
Τότε ο Αντίνος μίλησε ο γιος του Ευπείθη κι είπε˙
«Σηκώνεστε με τη σειρά, απ’ τα δεξιά ένας ένας
στο μέρος που ᾽ναι ο κεραστής, αρχή να γίνει εκείθε».
Πρώτος ο γιος του Οίνοπα σηκώθηκε ο Λειώδης.
Των σπλάχνων ήταν ξηγητής και στ’ όμορφο κροντήρι
κοντά, άκρη άκρη κάθονταν, και μόνος τους μνηστήρες
μισούσε και δε χώνευε τα κακουργήματά τους,
Και πρώτος το δοξάρι, αυτός και τη σαΐτα πήρε
κι ολόρθος το δοκίμαζε απάνω στο κατώφλι,
μα δεν το τάναε. Τ’ απαλά, τ’ αδύναμά του χέρια
ενώ τραβούσε λίγωσαν κι έτσι είπε στους μνηστήρες˙
«Δεν το τεντώνω, αδέρφια, εγώ, μόν’ ας το πιάσει κι άλλος,
γιατί ζωή και δύναμη πολλών αντρειωμένων
θα κόψει το δοξάρι αυτό, και πιο όφελός μας θα ᾽ταν
ο θάνατος, ή ζωντανοί να χάσουμε απ’ τα χέρια
αυτό που εδώ όλοι μαζωχτοί το καρτερούμε αιώνια.
Τώρα στα βάθη της καρδιάς καθένας έχει ελπίδα
την Πηνελόπη ταίρι του τη συνετή να κάμει.
Μα το δοξάρι τη στιγμή που θα το δοκιμάσει,
ας τρέξει απ’ τις καλόζωστες Αχαιοπούλες άλλη
με δώρα ν’ αρραβωνιαστεί. Κι η Πηνελόπη ας πάρει
όποιον της δώσει πιο πολλά και που της γράφει η μοίρα».
Έτσι είπε κι απ’ τα χέρια του άφησε το δοξάρι
γυρμένο στα πορτόφυλλα τα τεχνοσκαλισμένα,
κι ακούμπησε τη φτερωτή σαΐτα στο κοράκι,
κι έκατσε πάλε στο θρονί που το ᾽χε πριν αφήσει.
Τότε ο Αντίνος άρχισε κι έτσι δυο λόγια του ‘πε·
«Τι είναι, Λειώδη, αυτά που λες και βγάζεις απ’ το στόμα
λόγια βαριά, προσβλητικά, που σαν τ’ ακούω θυμώνω,
πως το δοξάρι την ψυχή πολλών θα βγάλει αντρείων.
Γιατί δεν έχεις δύναμη και συ να το τεντώσεις;
Μα εσένα δε σε γέννησε η λατρευτή σου η μάνα
άξιον δοξάρια να τραβάς, στις σαϊτιές τεχνίτη.
Μα άλλοι μνηστήρες στη στιγμή θα ιδείς να το τεντώσουν».
Είπε και το γιδοβοσκό Μελάνθιο πρόσταξε έτσι·
«Κουνήσου κι άναψε φωτιά, Μελάνθιε, στο παλάτι
και βάλε ένα σκαμνί κοντά και μια προβιά από πάνω.
Φέρε από μέσα ένα χοντρό απ’ άλειμμα τυπάρι
να το ζεστάνουν στη φωτιά, ν’ αλείψουν το δοξάρι
οι νιοι να δοκιμάσουμε για να τελέψει ο αγώνας».
Έτσι είπε, κι άσβηστη φωτιά ανάβει ο Μελανθέας.
Φέρνει από μέσα ένα χοντρό απ’ άλειμμα τυπάρι
κι αφού το ζέσταναν οι νιοι, δοκίμαζαν του κάκου.
Ακόμα δύναμη ήθελαν πολλή, που δεν την είχαν.
Μα ακόμα ο θεοπρόσωπος Ευρύμαχος κι ο Αντίνος
δεν έπιαναν, οι πιο τρανοί κι οι πρώτοι απ’ τους μνηστήρες.
Τότε ο θεϊκός χοιροβοσκός με το βοϊδοφυλάχτη
απ’ το παλάτι βγήκανε του θεϊκού Δυσσέα,
και πίσω τους ερχόντανε κι ο ίδιος ο Δυσσέας.
Κι όξω απ’ την πόρτα της αυλής μονάχοι οι τρεις σαν ήταν,
με λόγια τότε φιλικά τους μίλησε ο Δυσσέας·
«Βουκόλε και χοιροβοσκέ, να σας μιλήσω κάτι
ή να το κρύψω; Μα η καρδιά να σας το πω με σπρώχνει.
Σαν τι βοήθεια θέλατε να δώστε στο Δυσσέα
αν έτσι ερχόντανε άξαφνα κι αν ο θεός τον φέρει;
Βοηθοί σ’ αυτόν θα γίνετε ή μήπως στους μνηστήρες;
Έτσι μιλήστε ελεύτερα, καθώς σας λέει η καρδιά σας».
Τότε ο φυλαχτής των βοδιών το λόγο πήρε κι είπε·
«Δία πατέρα, ξάκουσ ᾽τον τώρα μου αυτό τον πόθο,
ας έρθει εκείνος σπίτι του, θεός πια κι ας τον φέρει.
Τότε θα ιδείς το θάρρος μου κι αν μου βαστούν τα χέρια».
Όμοια κι ο Εύμαιος τους θεούς θερμοπαρακαλούσε
στο σπίτι του ο πολύσοφος Δυσσέας να γυρίσει.
Κι αλάθευτα σαν έμαθε την άδολή τους γνώμη,
τους μίλησε με φιλικά δυο λόγια του κι έτσι είπε·
«Να με εδώ μέσα πάλε εγώ. Στερνά από μύρια πάθια
έφτασα στην πατρίδα μου τον εικοστό πια χρόνο.
Και ξέρω πολυπόθητος απ’ όλους μου τους δούλους
σε σας τους δυο πως έρχομαι. Μήτε άκουσα απ’ τους άλλους
έτσι κανένα να ευχηθεί να φτάσω στη πατρίδα.
Και τι θα κάμω εγώ για σας θα πω την πάσα αλήθεια.
Αν με τη χάρη του θεού σκοτώσω τους μνηστήρες,
ταίρι θα δώσω και στους δυο και καρπερά χωράφια,
κι από ᾽να σπίτι εκεί κοντά στο σπίτι μου χτισμένο,
και φίλοι θα’ στε αχώριστοι κι αδέρφια με το γιο μου.
Κι έβαλε ένα θρονί, κοντά με μια προβιά στρωμένο.
Κι ένα άλλο τώρα αλάθευτο σημάδι θα σας δείξω, // να με γνωρίσετε καλά και να βεβαιωθείτε,
να, την πληγή που μου ᾽καμε με τ’ άσπρο δόντι ο κάπρος,
με τ’ Αυτολύκου τα παιδιά στον Παρνασσό όταν πήγα».
Είπε, και λύνει απ’ την τρανή πληγή του τα κουρέλια
κι όπως τη γνώρισαν, ευτύς τα κλάματα τους πήραν,
και το Δυσσέα αγκάλιαζαν, τον διπλοχαιρετούσαν
και του φιλούσαν με χαρές τους ώμους, το κεφάλι.
Έτσι κι αυτός τα χέρια τους και κεφαλή φιλούσε.
Κι ο ήλιος θα βασίλευε κι ακόμα θα θρηνούσαν,
μα τους σταμάτησε ο θεϊκός Δυσσέας και τους είπε·
«Πάψτε τους θρήνους, να μη βγει κανείς απ’ το παλάτι
και τρέξει μέσα και το πει στους άλλους, αν σας νιώσει.
Μόν’ μπήτε μέσα όχι μαζί, μα πίσω ένας στον άλλο,
πρώτοι, εγώ κι έπειτα σεις, κι αυτό σημάδι ας είναι.
Σε μένα αυτοί οι περήφανοι μνηστήρες δε θ’ αφήνουν
να δώσουν το δοξάρι μου και τη σαϊτοθήκη.
Τότε Εύμαιε τρέχα πάρ’ το εσύ και βάλτο μου στα χέρια
και πες στις δούλες, του σπιτιού τις πόρτες να σφαλίσουν.
Κι αν από μέσα βογγητό και χτύπο αντρών ακούσει
καμιά απ’ τις δούλες στις αυλές, να μη φανεί στην πόρτα,
μόν’ ήσυχες να κάθουνται να κάνουν τη δουλειά τους.
Και συ, Φιλοίτιε, της αυλής τις πόρτες να κλειδώσεις
και γλήγορα μ’ ένα σκοινί γερά να τις σφαλίσεις».
Είπε, και στο καλόχτιστο παλάτι μέσα μπήκε,
κι έκατσε απάνω στο θρονί που κάθονταν και πρώτα.
Τότε κι οι δούλοι φτάσανε του ξακουστού Δυσσέα.
Στα χέρια του ο Ευρύμαχος κουνούσε το δοξάρι
κι εδώ κι εκεί το ζέσταινε στη φλόγα, μα μήτε έτσι
να το τεντώσει μπόρεσε και φούσκωνε η καρδιά του,
κι έτσι δυο λόγια μίλησε βαριά αγαναχτισμένος·
«Αχ, πόσος μέσα μου ο καημός για μένα και τους άλλους.
Μα τόσο για το γάμο εγώ κι ας με πονεί δε σκάζω.
Κι άλλες στο Θιάκι βρίσκονται πολλές Αχαιοπούλες,
καθώς και στ’ άλλα τα νησιά. Μα σκάζω που ᾽μαστε έτσι
κατώτεροι στη δύναμη απ’ το θεϊκό Δυσσέα
που μήτε να τεντώσουμε μπορούμε το δοξάρι
κι έτσι κι οι άλλες γενεές θα μάθουν τη ντροπή μας».
Τότε έτσι και του Ευπείθη ο γιος τ’ απάντησε ο Αντίνος·
«Μην το φοβάσαι, Ευρύμαχε. Το νιώθεις δα κι ο ίδιος.
Δοξάρια θα τεντώνουμε ενώ γιορτή μεγάλη
είναι στη χώρα σήμερα; Πετάξτε το στην άκρη,
και τα πελέκια αφήστε τα στο μέρος τους να στέκουν.
Γιατί δε θα ᾽ρθει εδώ, θαρρώ, κανένας να τα πάρει.
Μόν’ ας αρχίσει ο κεραστής να χύνει στα ποτήρια,
σα στάξουμε, να κρύψουμε το λυγιστό δοξάρι.
Και το Μελάνθιο την αυγή φωνάξτε εδώ να φέρει
Γίδες τις πιο καλύτερες που θα ᾽χει στο κοπάδι,
πρώτα αφού σφάξουμε μηριά του Απόλλου, το δοξάρι
να δοκιμάσουμε έπειτα για να τελέψει ο αγώνας».
Έτσι ο Αντίνος μίλησε κι άρεσε ο λόγος σ’ όλους.
κι οι κράχτες έχυναν νερό τα χέρια τους να νίψουν
κι οι νιοι ως τα χείλια με πιοτό γέμισαν τα κροντήρια
και σ’ όλους μοίρασαν σειρά για δέηση στα ποτήρια.
Σαν έσταξαν και ήπιαν κρασί όσο ήθελε η καρδιά τους,
τους είπε ο πολυμήχανος με γελασιά ο Δυσσέας·
«Ακούστε με, της ξακουστής βασίλισσας μνηστήρες,
για να σας πω όσα μου η καρδιά μου λέει στα στήθια μέσα.
Κ» απ’ όλους τον Ευρύμαχο και τον αφέντη Αντίνο
παρακαλώ, που φρόνιμο κι αυτό το λόγο του είπε,
να ᾽χουν ελπίδα στο θεό και το δοξάρι ας πάψουν.
Αύριο τη νίκη κι ο θεός θα δώσει σ’ όποιον θέλει.
Μα δώστε το καλόξυστο δοξάρι και σε μένα
να δοκιμάσω, αν μου βαστούν τα χέρια μου κι αν έχω
σαν πρώτα ακόμα δύναμη στα λυγερά μου μέλη,
αν μου την πήρε η θάλασσα κι η κακοπέρασή μου».
Έτσι είπε, κι όλοι θύμωσαν μαζί του κι είχαν φόβο
μήπως τεντώσει το γερό καλόξυστο δοξάρι.
Κι έτσι ο Αντίνος άρχισε με δυο του λόγια κι είπε·
«Καημένε ξένε, νου σταλιά δεν έχεις στο κεφάλι.
Δε φτάνει εδώ που κάθεσαι με μας τ’ αρχοντοπαίδια
κι ήσυχα τρως και μερδικό περίσσιο απ’ όλα παίρνεις
και τις κουβέντες μας ακούς κι όλα τα μυστικά μας,
που ξένος άλλος και φτωχός δε μας ακούει τι λέμε.
Σε βλάφτει το γλυκό κρασί που κι άλλους τους ζαλίζει,
που το ρουφούν αχόρταγα και ταχτικά δεν πίνουν.
Εκείνο και τον Κένταυρο τον ξακουστό Ευρυτίο
τον τύφλωσε στ’ αρχοντικό το σπίτι του Πειρίθου
σαν πήγε μες στους Λάπηθες. Κι απ’ το μεθύσι τύφλα
άνομες έκαμε δουλειές στο σπίτι του Πειρίθου.
Θύμωσαν τότε οι ήρωες κι ευτύς όξω απ’ την πόρτα
τον πέταξαν και του ᾽κοψαν τη μύτη και τ’ αυτιά του.
Κι αυτός με σαλεμένο νου πήρε τα δυο του μάτια
κι έσερνε με τυφλή ψυχή τη μαύρη συμφορά του.
Μάχη από τότε έτσι άρχισε ανθρώπων και Κενταύρων,
που πρώτα εκείνος το κακό τ’ άρχισε απ’ το μεθύσι.
Ίδια σου τάζω συμφορά να σ’ έβρει αν το δοξάρι
τεντώσεις· και στον τόπο μας, μην καρτερείς προστάτη,
κι αμέσως θα σε στείλουμε μ’ ένα καράβι μαύρο
στο βασιλιά τον Έχετο, που ανθρώπους δε λυπάται.
Δεν έχει τότε να σωθείς. Μόν’ κάτσε εδώ να πίνεις
ήσυχος κι έτσι με πιο νιους μη θέλεις να τα βάζεις».
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη το λόγο πήρε κι είπε·
«Αντίνο, κάνετε άδικο, το Τηλεμάχου οι ξένοι,
που του προσπέφτουν σπίτι του, να μείνουν στερημένοι.
Μήπως φοβάσαι, αν το τρανό δοξάρι του Δυσσέα
τεντώσει ο ξένος, στην πολλή θαρρώντας δύναμή του,
πως θα με πάρει σπίτι του ταίρι του να με κάμει;
Μα μήτε αυτός στα στήθια του δεν έχει τέτοια ελπίδα.
Αυτό ας μη γίνεται αφορμή για να χαλά η καρδιά σας
απάνω στο τραπέζι σας. Δεν πρέπει, δεν ταιριάζει».
Κι απάντησε ο Ευρύμαχος γιος του Πολύβου, κι είπε·
«Ω, Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικάριου θυγατέρα,
δεν το φοβούμαστε, ούτε δα ταιριάζει να σε πάρει
ο ξένος, μα ντρεπόμαστε τα λόγια του άλλου κόσμου,
μην πει κανένας Αχαιός, ο πιο κακός απ’ όλους·
«Το ταίρι ανθρώπου αψέγαδου, άντρες κατώτεροί του,
ζητούν, μα το καλόξυστο δοξάρι δεν τεντώνουν.
Κι ήρθε ένας πολυπλάνητος ζητιάνος απ’ τα ξένα,
κι εύκολα αυτός το τέντωσε, πέρασε τα πελέκια,
Έτσι θα πούνε και ντροπή θα ᾽ναι για μας τα λόγια».
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη τ’ απάντησε έτσι κι είπε·
«Ευρύμαχε, δε γίνεται να ᾽χουν στη χώρα δόξα
όσοι ατιμάζουν και του τρων το σπίτι αντρός μεγάλου,
Γιατί τα βρίσκετε ντροπή τα λόγια αυτά του κόσμου;
Αυτός ο ξένος φαίνεται ψηλός, καλοδεμένος,
και το παινιέται αρχοντικού πατέρα γιος πως είναι.
Δώστε του το καλόξυστο δοξάρι, για να ιδούμε.
Κι ένα άλλο τώρα εγώ θα πω κι ο λόγος μου θα γίνει.
Αν το τεντώσει και χαρά του δώσει τέτοια ο Φοίβος,
θα του χαρίσω ολόμορφο χιτώνα και χλαμύδα,
κι ένα κοντάρι μυτερό, διώχτη σκυλιών κι ανθρώπων.
Θα του χαρίσω δίστομο σπαθί και δυο σαντάλια,
και θα τον στείλω όπου ποθεί και του ζητά η καρδιά του».
Κι ο συνετός Τηλέμαχος της μίλησε έτσι κι είπε˙
«Άλλος δεν έχει, μάνα μου, τη δύναμη από μένα,
να δώσω το δοξάρι εγώ, ή ν’ αρνηθώ όπως θέλω,
κι απ’ όσους στο βραχόσπαρτο το Θιάκι αφέντες είναι
κι απ’ όσους στ’ άλλα τα νησιά, στης Ήλιδας το μέρος.
Κανένα δεν μπορεί απ’ αυτούς να μ’ εμποδίσει αν θέλω
και το δοξάρι μια φορά στον ξένο να χαρίσω.
Μόν’ σπίτι τώρα πήγαινε να κάτσεις στις δουλειές σου,
στη ρόκα και στον αργαλειό, και βάλε και τις σκλάβες.
Κι όσο για το δοξάρι αυτό, οι άντρες θα φροντίσουν
όλοι κι απ’ όλους πρώτα εγώ που ορίζω μες στο σπίτι».
Σάστισε αυτή και γύρισε στον πύργο της ξοπίσω,
γιατί της μπήκαν στην καρδιά τα λόγια του παιδιού της.
Κι όταν στ’ ανώι ανέβηκε με τις πιστές της σκλάβες,
θρηνούσε το Δυσσέα εκεί, ωσότου γλυκόν ύπνο
της έχυσε στα βλέφαρα η λαμπερή Παλλάδα.
Τότε έφερνε ο χοιροβοσκός το λυγιστό δοξάρι,
κι όλοι οι μνηστήρες έκαμαν βουή μες στο παλάτι.
Κι έτσι ένας φαντασμένος νιος το λόγο πήρε κι είπε·
«Πού πας, μωρέ χοιροβοσκέ, το λυγιστό δοξάρι,
χαμένε; Γρήγορα, θαρρώ, στη χοιρομάντρα αλάργα,
πως θα σε φάνε τα σκυλιά, που ανάθρεφες, μονάχο,
αν οι αθάνατοι θεοί κι ο Φοίβος μας βοηθήσουν».
Έτσι είπε, κι απ’ το φόβο του τ’ άφησε εκείνος κάτω,
γιατί πολλοί του βάλανε φωνές μες στο παλάτι.
Μα με θυμό ο Τηλέμαχος του ᾽σκωζε απ’ τ’ άλλο μέρος·
«Φέρ’ το δοξάρι, γέρο, εμπρός και μην ακούς κανένα,
μήπως, αν και είμαι πιο μικρός, σε διώξω στο χωράφι
με πέτρες, κι είμαι πιο γερός στη δύναμη από σένα.
Έτσι είθε να ᾽μουν πιο γερός κι απ’ όλους του μνηστήρες,
όσοι είναι μες στο σπίτι μου, στη δύναμη, στα χέρια·
τότε όλους θα τους έδιωχνα να φύγουν απ’ το σπίτι
κακήν κακώς, που το κακό στο νου τους έχουν πάντα».
Έτσι είπε, κι όλοι απ’ την καρδιά γελάσανε οι μνηστήρες
και το θυμό ξεχάσανε που ᾽χαν του Τηλεμάχου.
Τότε έφερε ο χοιροβοσκός το γυριστό δοξάρι
κι ήρθε κοντά και το ᾽βαλε στα χέρια του Δυσσέα.
Πήγε έπειτα και φώναξε τη βάγια Ευρύκλεια κι είπε·
«Σε προσκαλεί, ο Τηλέμαχος, φρόνιμη Ευρύκλεια, αμέσως,
όλες καλά του παλατιού τις πόρτες να σφαλίσεις,
Κι αν από μέσα βογκητό και χτύπο ανδρών ακούσει
καμιά από σας μες στις αυλές να μη φανεί στην πόρτα,
μόν’ ήσυχη, να κάθεται να κάνη τη δουλειά της».
Έτσι είπε, και τα λόγια του δεν πέταξαν χαμένα,
κι έκλεισε του καλόχτιστου του παλατιού τις πόρτες,
Σιγά ο Φιλοίτιος πήδηξε στην πόρτα όξω απ’ το σπίτι
κι έκλεισε της καλόφραχτης αυλής καλά τις πόρτες.
Είχε ένα καραβόσκοινο στη σάλα από κανάβι.
Το πήρε κι έδεσε μ’ αυτό τις πόρτες κι ήρθε πίσω
και στο θρονί του κάθισε που κάθονταν και πρώτα
και το Δυσσέα κοίταζε. Κι εκείνος το δοξάρι
το στριφογύριζε παντού να ιδεί μήπως σαράκι
το τρύπησε, όταν έλειπε ο βασιλιάς στα ξένα.
Κι έτσι ένας είπε βλέποντας τον άλλο που ήταν δίπλα·
«Θα ᾽ναι κανένας κυνηγός και δοξαριών τεχνίτης,
ή θα ᾽χεθ τέτοια σπίτι του δοξάρια φυλαγμένα,
ή και να φτιάσει έχει σκοπό κανένα άλλο παρόμοιο
και το γυρίζει εδώ κι εκεί ο πονηρός ζητιάνος».
Κι έτσι απ’ τους φαντασμένους νιους πάλε ένας άλλος είπε·
«Έτσι είθε και καλό να ιδεί όσο δε θα μπορέσει
να το τεντώσει αυτός ποτέ το λυγιστό δοξάρι».
Έτσι οι μνηστήρες έλεγαν. Τότε ο σοφός Δυσσέας
έπιασε το βασταγερό δοξάρι κι είδε γύρω·
σαν τον καλό τραγουδιστή που ξέρει από κιθάρα
και στο καινούριο, της κλειδί τεντώνει δίχως κόπο
την κόρδα την καλόστριφτη, στην άκρη σαν τη δέσει,
έτσι ο Δυσσέας εύκολα τέντωσε το δοξάρι,
και με το χέρι το δεξί δοκίμασε την κόρδα,
κι αυτή γλυκά κελάηδησε σαν να’ ταν χελιδόνι.
Τότε οι μνηστήρες τρόμαξαν κι αλλάξανε όλοι χρώμα.
Κι ο Δίας βρόντησε βαριά σημάδι να του δείξει,
και χάρηκε γι’ αυτό ο θεϊκός πολύπαθος Δυσσέας,
για το σημάδι πόδειξε ο παντογνώστης Δίας,
κι απ’ το τραπέζι φτερωτή ξεθήκωτη σαΐτα
πήρε, κι οι άλλες έμειναν μες στη σαϊτοθήκη,
αυτές που θα δοκίμαζαν σε λίγο οι μνηστήρες.
Κι έπιασε κόρδα και λαβές αντάμα, και τραβούσε
απ’ το σκαμνί που κάθονταν κι έριξε τη σαΐτα,
αφού σημάδεψε καλά, και τα πελέκια αμέσως
τα πέρασε όλα στη σειρά μέσα απ’ την πρώτη, τρύπα
και βγήκε πέρα η χάλκινη σαΐτα απ’ τ άλλο μέρος. // Τότε έτσι στον Τηλέμαχο γυρίζει και του κάνει·
«Τηλέμαχε στο σπίτι σου δε σ’ ατιμάζει ο ξένος
εδώ που κάθεται. Εύκολα τέντωσα το δοξάρι
και στο σημάδι πέτυχα. Κάπως αξίζω ακόμα
κι άδικα με καταφρονούν αυτοί και δε με πιάνουν.
Μα είναι καιρός οι Αχαιοί το δείπνο να ετοιμάσουν
όσο που φέγγει, κι έπειτα κι αλλιώς θα διασκεδάσουν
και με τραγούδια και χορό, του τραπεζιού τα δώρα».
Είπε και του ‘γνεψε ο θεϊκός Δυσσέας με τα μάτια.
Τότε έβαλε ο Τηλέμαχος το μυτερό σπαθί του
και πήρε το κοντάρι του στο χέρι, και κοντά του
στάθηκε, τα λαμπρόφαντα φορώντας τ’ άρματά του.-
ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ», ΡΑΨΩΔΙΑ Φ.