«Ζῆνα
δέ τις προφρόνως ἐπινίκια κλάζων
τεύξεται φρενῶν τὸ πᾶν,
τὸν
φρονεῖν βροτοὺς ὁδώσαντα,
τὸν πάθει
μάθος θέντα κυρίως ἔχειν.
Στάζει
δ' ἀνθ' ὕπνου πρὸ καρδίας
μνησιπήμων*
πόνος·
καὶ
παρ' ἄκοντας ἦλθε σωφρονεῖν».
«Μα
όποιος του Δία τη νίκη από καρδιάς τιμά
της
γνώσεως τον καρπό τρυγά.
Που
ωδήγησε τον άνθρωπο στη γνώση
κ'
έβαλε νόμο: πάθος μάθος,
που ώς
και στον ύπνο, στην καρδιά μας
στάζει
τον πόνο, που θυμίζει
με
τρόμο τα παθήματά μας
κι
αθέλητα μας συνετίζει».
Αισχύλου,
Αγαμέμνων στ. 175-181.
Απόδοση:
Ι. Γρυπάρης
* Μνησιπήμων <
μνησι- (ρ. μι-μνήσκω) + πήμων (πῆμα = πάθημα).
Μνησιπήμων Πόνος -Αυτός που μας υπενθυμίζει τα
παθήματα (πήματα ) ή προκαλείται από την ανάμνηση των παθημάτων μας. Η λέξη
"μνησιπήμων" είναι άπαξ ειρημένη στην τραγωδία «Αγαμέμνων» του
Αισχύλου.