Τὸ γὰρ Βέβαιον καὶ Πιστὸν καὶ Ὑγιές, τοῦτο ἐγώ φημι εἶναι τὴν ἀληθινὴν Φιλοσοφίαν...
Αυτό που έχει Βεβαιότητα, Αξιοπιστία και Υγίεια, αυτό λέω εγώ ότι είναι η αληθινή Φιλοσοφία...
~ΠΛΑΤΩΝ - Δεκάτη Επιστολή~
ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΑΝ ΑΡΧΑΙΟΣ ΟΜΗΡΙΚΟΣ ΨΑΛΜΟΣ, ΠΟΥ ΣΥΝΔΥΑΖΕΙ ΥΨΗΛΗ ΠΟΙΗΣΗ -ΜΕ ΠΥΚΝΕΣ ΚΑΙ ΑΛΛΕΠΑΛΛΗΛΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ- ΕΠΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ ΚΑΙ ΑΨΟΓΗ ΕΚΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ.
Τ' ανθισμένο πέλαγο και τα βουνά στη χάση του φεγγαριού η μεγάλη πέτρα κοντά στις αραποσυκιές και τ' ασφοδίλια το σταμνί πού δεν ήθελε να στερέψει στο τέλος της μέρας και το κλειστό κρεββάτι κοντά στα κυπαρίσσια και τα μαλλιά σου χρυσά• τ' άστρα του Κύκνου κι εκείνο τ' άστρο ο Αλδεβαράν.
Κράτησα τη ζωή μου, κράτησα τη ζωή μου ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα κατά το πλάγιασμα της βροχής σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες με τα φύλλα της οξυάς, καμμιά φωτιά στην κορυφή τους• βραδυάζει.
Κράτησα τη ζωή μου• στ' αριστερό σου χέρι μια γραμμή μια χαρακιά στο γόνατό σου, τάχα να υπάρχουν στην άμμο τού περασμένου καλοκαιριού τάχα να μένουν εκεί πού φύσηξε ό βοριάς καθώς ακούω γύρω στην παγωμένη λίμνη την ξένη φωνή.
Τα πρόσωπα πού βλέπω δε ρωτούν, μήτε η γυναίκα περπατώντας σκυφτή, βυζαίνοντας το παιδί της.
Ανεβαίνω τα βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές• o χιονισμένος κάμπος, ώς πέρα ο χιονισμένος κάμπος, τίποτε δε ρωτούν, μήτε o καιρός κλειστός σε βουβά ερμοκκλήσια, μήτε τα χέρια που απλώνονται για να γυρέψουν, κι οι δρόμοι.
Κράτησα τη ζωή μου ψιθυριστά μέσα στην απέραντη σιωπή, δεν ξέρω πια να μιλήσω, μήτε να συλλογιστώ• ψίθυροι σαν την ανάσα του κυπαρισσιού τη νύχτα εκείνη σαν την ανθρώπινη φωνή της νυχτερινής θάλασσας στα χαλίκια σαν την ανάμνηση της φωνής σου λέγοντας «ευτυχία».
Κλείνω τα μάτια γυρεύοντας το μυστικό συναπάντημα των νερών κάτω απ τον πάγο το χαμογέλιο τής θάλασσας τα κλειστά πηγάδια ψηλαφώντας με τις δικές μου φλέβες τις φλέβες εκείνες πού μου ξεφεύγουν εκεί πού τελειώνουν τα νερολούλουδα κι αυτός ό άνθρωπος πού βηματίζει τυφλός πάνω στο χιόνι τής σιωπής.
Κράτησα τη ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας το νερό πού σ' αγγίζει στάλες βαρειές πάνω στα πράσινα φύλλα, στο πρόσωπό σου, μέσα στον άδειο κήπο, στάλες στην ακίνητη δεξαμενή, βρίσκοντας έναν κύκνο νεκρό μέσα στα κάτασπρα φτερά του, δέντρα ζωντανά και τα μάτια σου προσηλωμένα.
Ο δρόμος αυτός δεν τελειώνει, δεν έχει αλλαγή, όσο γυρεύεις να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια, εκείνους πού έφυγαν, εκείνους πού χάθηκαν μέσα στον ύπνο• τους πελαγίσιους τάφους, όσο ζητάς τα σώματα πού αγάπησες να σκύψουν κάτω από τα σκληρά κλωνάρια τών πλατάνων εκεί πού στάθηκε μια αχτίδα τού ήλιου γυμνωμένη και σκίρτησε ένας σκύλος και φτεροκόπησε ή καρδιά σου, ο δρόμος δεν έχει αλλαγή· κράτησα τη ζωή μου.
Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων.
Χαριζόμενος προσκέπτεο τὸν λαμβάνοντα, μὴ κακὸν ἀντ΄ ἀγαθοῦ κίβδηλος ἐὼν ἀποδῶι. Όταν κάνεις κάποια χάρη να σκέπτεσαι από πριν σε ποιόν τ...
Ειπόντος τινός: «Ω, Λεωνίδα, προς πολλούς μετ' ολίγων διακινδυνεύσων ούτως πάρει;» Λεωνίδας έφη: «Ει μεν οίεσθέ με τωι πλήθει δειν πιστεύειν, ουδ' η πάσα Ελλάς αρκεί -βραχεία γαρ μοίρα του εκείνων πλήθους εστίν- ει δε ταις αρεταίς, και ούτος ο αριθμός ικανός!»
Όταν κάποιος του είπε: «Με τόσους λίγους έρχεσαι, Λεωνίδα, να διακινδυνεύσεις απέναντι σε τόσους πολλούς;» Ο Λεωνίδας είπε: «Αν πιστεύετε ότι πρέπει να βασιζόμαστε στο πλήθος, δεν αρκεί ούτε ολόκληρη η Ελλάδα -αφού αποτελεί μικρό μέρος σε σχέση με το πλήθος εκείνων. Αν όμως πιστεύετε ότι πρέπει να βασιζόμαστε στις αρετές του καθενός, τότε και ο αριθμός αυτός είναι ικανός!»