19 Ιανουαρίου 2014

ΙΛΙΟΥ ΑΛΩΣΙΣ: Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ «ΔΟΥΡΕΙΟΥ ΙΠΠΟΥ»



ΤΡΙΦΙΟΔΩΡΟΣ
ΙΛΙΟΥ ΑΛΩΣΙΣ
 
Η ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ 
ΤΟΥ «ΔΟΥΡΕΙΟΥ ΙΠΠΟΥ» 
(Στίχοι 55 - 105):


ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ:

55      Ἦλθε δὲ καὶ Δαναοῖσιν ἑὸν βρέτας ἁγνὸν ἄγουσα        
ληιστὴ μὲν ἐοῦσα, φίλοις δ’ ἐπίκουρος Ἀθήνη.         
ἤδη καὶ βουλῇσι θεῆς ὑποεργὸς Ἐπειὸς                 
Τροίης ἐχθρὸν ἄγαλμα πελώριον ἵππον ἐποίει.          
καὶ δὴ τέμνετο δοῦρα καὶ ἐς πεδίον κατέβαινεν        
60      Ἴδης ἐξ αὐτῆς, ὁπόθεν καὶ πρόσθε Φέρεκλος            
νῆας Ἀλεξάνδρῳ τεκτήνατο, πήματος ἀρχήν.             
ποίει δ’ εὐρυτάτῃς μὲν ἐπὶ πλευρῇς ἀραρυῖαν          
γαστέρα κοιλήνας, ὁπόσον νεὸς ἀμφιελίσσης             
ὀρθὸν ἐπὶ στάθμην μέγεθος τορνώσατο τέκτων.          
65      αὐχένα δὲ γλαφυροῖσιν ἐπὶ στήθεσσιν ἔπηξε            
ξανθῷ πορφυρόπεζαν ἐπιρρήνας τρίχα χρυσῷ·            
ἡ δ’ ἐπικυμαίνουσα μετήορος αὐχένι κυρτῷ             
ἐκ κορυφῆς λοφόεντι κατεσφρηγίζετο δεσμῷ.            
ὀφθαλμοὺς δ’ ἐνέθηκε λιθώπεας ἐν δυσὶ κύκλοις        
70      γλαυκῆς βηρύλλοιο καὶ αἱμαλέης ἀμεθύσσου·            
τῶν δ’ ἐπιμισγομένων διδύμης ἀμαρύγματι χροιῆς       
γλαυκῶν φοινίσσοντο λίθων ἑλίκεσσιν ὀπωπαί.          
ἀργυφέους δ’ ἐχάραξεν ἐπὶ γναθμοῖσιν ὀδόντας         
ἄκρα δακεῖν σπεύδοντας ἐυστρέπτοιο χαλινοῦ·          
75      καὶ στόματος μεγάλοιο λαθὼν ἀνέῳξε κελεύθους         
ἀνδράσι κευθομένοισι παλίρροον ἆσθμα φυλάσσων,       
καὶ διὰ μυκτήρων φυσίζοος ἔρρεεν ἀήρ.                
οὔατα δ’ ἀκροτάτοισιν ἐπὶ κροτάφοισιν ἄρηρεν         
ὀρθὰ μάλ’, αἰὲν ἑτοῖμα μένειν σάλπιγγος ἀκουήν.      
80      νῶτα δ’ ὁμοῦ λαγόνεσσι συνήρμοσε καὶ ῥάχιν ὑγρήν,    
ἰσχία δὲ γλουτοῖσιν ὀλισθηροῖσι συνῆψε.              
σύρετο δὲ πρυμνοῖσιν ἐπ’ ἴχνεσιν ἔκλυτος οὐρὴ        
ἄμπελος ὣς γναμπτοῖσι καθελκομένη θυσάνοισιν.        
οἱ δὲ πόδες βαλίοισιν ἐπερχόμενοι γονάτεσσιν         
85      εὔπτερον ὥσπερ ἔμελλον ἐπὶ δρόμον ὁπλίζεσθαι,        
οὕτως ἠπείγοντο· μένειν δ’ ἐκέλευεν ἀνάγκη.          
οὐ μὲν ὑπὸ κνήμῃσιν ἀχαλκέες ἔξεχον ὁπλαί,           
μαρμαρέης δ’ ἑλίκεσσι κατεσφήκωντο χελώνης           
ἁπτόμεναι πεδίοιο μόγις κρατερώνυχι χαλκῷ.           
90      κληιστὴν δ’ ἐνέθηκε θύρην καὶ κλίμακα τυκτήν,        
ἡ μὲν ὅπως ἀίδηλος ἐπὶ πλευρῇς ἀραρυῖα               
ἔνθα καὶ ἔνθα φέρῃσι λόχον κλυτόπωλον Ἀχαιῶν,        
ἡ δ’ ἵνα λυομένη τε καὶ ἔμπεδον εἰς ἓν ἰοῦσα         
εἴη σφιν καθύπερθεν ὁδὸς καὶ νέρθεν ὀροῦσαι.          
95      ἀμφὶ δέ μιν λευκοῖο κατ’ αὐχένος ἠδὲ γενείων         
ἄνθεσι πορφυρέοισι πέριξ ἔζωσεν ἱμάντων              
καὶ σκολιῇς ἑλίκεσσιν ἀναγκαίοιο χαλινοῦ             
κολλήσας ἐλέφαντι καὶ ἀργυροδίνεϊ χαλκῷ.             
αὐτὰρ ἐπειδὴ πάντα κάμεν μενεδήιον ἵππον,            
100     κύκλον ἐυκνήμιδα ποδῶν ὑπέθηκεν ἑκάστῳ,              
ἑλκόμενος πεδίοισιν ὅπως πειθήνιος εἴη               
μηδὲ βιαζομένοισι δυσέμβατον οἶμον ὁδεύῃ.            
ὣς ὁ μὲν ἐξήστραπτε φόβῳ καὶ κάλλεϊ πολλῷ            
εὐρύς θ’ ὑψηλός τε· τὸν οὐδέ κεν ἀρνήσαιτο,          
105     εἴ μιν ζωὸν ἔτετμεν, ἐλαυνέμεν ἵππιος Ἄρης.          


 ΕΜΜΕΤΡΗ ΑΠΟΔΟΣΗ:
ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΠΑΝΩΦΟΡΟΠΟΥΛΟΥ

 55      Μὰ καὶ στοὺς Δαναοὺς ἦρθε τ’ ἁγνὸ τὸ φάσμα της φορῶντας,        
κι ἂν λαφυραγωγήτρα ἡ Ἀθηνᾶ, σὲ φίλους της βοηθός τους.
Κι ἔτσι μὲ τὶς ὁρμήνειες τῆς Θεᾶς ὁ Ἐπειὸς ἐργάτης                 
τῆς Τροίας πελώριο ἀνάθημα ἐχθρικὸ μαστόρευε, τὸν ἵππο.          
Ξυλεύαν δέντρα καὶ στὰ χαμηλὰ φέρνανε στὴν πεδιάδα        
60      ἀπὸ τὴν ἴδιαν Ἴδη, ποῦθε πρὶν ὁ Φέρεκλος ἐκεῖνος            
τοῦ Ἀλέξανδρου τὰ πλοῖα, συμφορᾶς ἀρχή, εἶχε φτιαγμένα.             
Κι ἔκαμε σὲ πλατιάνοιχτες πλευρὲς γαστέρα ἁρμολογῶντας
κοιλαίνοντάς την τόσο, ὅσο σκαριοῦ ποὺ γοργοταξιδεύει,            
τὸ μέγεθος μὲ στάθμη τὸ σωστὸ τορνεύει ἕνας τεχνίτης.          
65      Πάνω σὲ γλαφυρὰ στήθια λαιμὸ στεριόμπηξε κατόπι,            
ραίνοντας μὲ ξανθόχρωμο χρυσὸ πορφυρορίζα χαίτη·            
καὶ τούτη, ὅπως μετέωρη σὲ κυρτὸ κυμάτιζεν αὐχένα,
γεροκρατιόταν ἀπ’ τὴν κορυφὴ μὲ δέσμα σὰ λοφίου.            
Κι ἀπὸ πετράδια βάζει του ὀφθαλμοὺς σὲ δύο μέσα κύκλους,        
70      μ’ ἀμέθυστο κρασοκοκκινωπὸ καὶ σμάραγδο γαλάζιο·            
κι ὅπως ἀνακατώνονταν χροιᾶς δίδυμης λαμπεράδα
μὲ τὶς στροφὲς γαλάζιων πετραδιῶν τὰ μάτια φλογιζόνταν.          
Πάνω σὲ γνάθους χάραξε ἀργυρᾶ τὰ δόντια νὰ δαγκώνουν         
ἀπὸ καλοστριμένο χαλινὸ τάχα μὲ βιάση τ’ ἄκρα·          
75      κι ἑνὸς μεγάλου στόματος κρυφὰ περάσματα ξανοίγει         
γι’ ἄντρες κρυμμένους μέσα νὰ κρατεῖ παλίρροη τὴν ἀνάσα,       
ποὺ ἀπὸ ρουθύνια ἔρρεε διαμεσῆς ἀγέρας ζωηφόρος.    
Σὲ κρόταφους στὴν ἄκρην ἄκρη αὐτιὰ πάνωθε ἁρμολογοῦσε         
ὁλόρθα, ἕτοιμα πάντα, ὡς ἀκοὴ σάλπιγγας ν’ ἀναμένουν.      
80      Λαγόνες, νῶτα ταίριασε μαζὶ κι ὁλόχλωρη μιὰ ράχη∙    
σὲ ὀλισθηροὺς γλουτοὺς κατοπινὰ καλόδεσε καπούλια.              
Σερνόταν ὣς τ’ ἀχνάρια τῶν ποδιῶν οὐρὰ ξαμολημένη,        
καθὼς κληματαριὰ κατωκυλᾶ μὲ γαμπτερὲς ψαλίθρες.        
Μὲ γόνατα χρωματοποικιλτὰ τὰ πόδια ἀκολουθοῦσαν,         
85      καθὼς ἕτοιμα μοιάζαν νὰ ριχτοῦν σ’ ἀτέλεστο ἕνα δρόμο,        
ποὺ λὲς βιαζόνταν· ὅμως ν’ ἀδρανοῦν τὰ πρόσταζε ἡ ἀνάγκη.          
Κάτω ἀπὸ κνῆμες βρίσκονταν ὁπλὲς ἀσημοκαρφωμένες,           
ποὺ σφιγγωνόνταν μ’ ἕλικες στριφτὲς χελώνας λαμπροβόλας,           
μόλις μὲ κρατερὸ νύχι τὴ γῆς χάλκινο ποὺ ἀκουμποῦσαν.           
90      Κι ἔβαλε μέσα θύρα μιὰ κλειστὴ καὶ σκάλα μιὰ φτιαγμένη,        
ἀθέατη τὴ μιὰ προσαρμοστὴ στὰ πλάγια κατεπάνω,               
νὰ φέρνει ἐδῶ κι ἐκεῖ λόχο Ἀχαιῶν, στ’ ἄλογα ξακουσμένον∙        
κι ἡ σκάλα, σὰ λυνόταν καὶ μὲ μιᾶς μὲ τὸ ἔδαφος ἐρχόταν,         
νά ‘ναι γι’ αὐτοὺς ὁδὸς ἀπὸ ψηλὰ ποὺ κάτωθε νὰ ὁρμοῦσαν.         
95      Καὶ γύρω ἀπὸ ἕναν αὐχένα ὁλολευκὸ καὶ γύρω ἀπὸ σαγόνια         
τοῦτον μὲ πορφυρόχρωμα λουριῶν περίζωσε λουλούδια              
καὶ μ’ ἀναγκαίου κάποιου χαλινοῦ πλεκτοδεμένες γῦρες,             
ἐνῷ μ’ ἀργυρολάμποντα χαλκὸ καὶ φίλντισι κολλοῦσε.             
Κι ὅλον, λοιπόν, ἀφοῦ τὸν φοβερὸν ἵππο κατασκευάζει,            
100      ρόδα σὲ κάθε πόδι, σὰν καλὴ κνημίδα κάτω θέτει,              
ὥστε καὶ νὰ ὑπακούει, ὅταν συρθεῖ στὸ χῶμα, προνοῶντας,               
μὰ καὶ σὲ ποιοὺς βιαζόνταν, δυσκολιὰ στὸ δρόμο νὰ μὴ φέρνει.            
Ἔτσι ἀστραποβολοῦσε ἀπ’ ὀμορφιὰ περίσσια αὐτὸς καὶ φόβο,            
πλατιὸς κι ἀψηλωτός· ποὺ ν’ ἀρνηθεῖ τοῦτον μηδὲ θὰ μπόρειε,          
105      ὁ ἀλογολάτης Ἄρης ζωντανὸν νὰ ἱππεύει, ἂν συναντοῦσε.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΗΛΙΟΔΡΟΜΙΟΝ»
ΑΘΗΝΑ, 2004

http://www.heliodromion.gr/neo/el/ekdoseis/anexartita/224-iliou-alosis

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...

ΟΙ 10 ΔΗΜΟΦΙΛΕΣΤΕΡΕΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ 7 ΗΜΕΡΩΝ

Ειπόντος τινός:
«Ω, Λεωνίδα, προς πολλούς μετ' ολίγων διακινδυνεύσων ούτως πάρει;»
Λεωνίδας έφη: «Ει μεν οίεσθέ με τωι πλήθει δειν πιστεύειν, ουδ' η πάσα Ελλάς αρκεί -βραχεία γαρ μοίρα του εκείνων πλήθους εστίν- ει δε ταις αρεταίς, και ούτος ο αριθμός ικανός


Όταν κάποιος του είπε:
«Με τόσους λίγους έρχεσαι, Λεωνίδα, να διακινδυνεύσεις απέναντι σε τόσους πολλούς;»
Ο Λεωνίδας είπε: «Αν πιστεύετε ότι πρέπει να βασιζόμαστε στο πλήθος, δεν αρκεί ούτε ολόκληρη η Ελλάδα -αφού αποτελεί μικρό μέρος σε σχέση με το πλήθος εκείνων. Αν όμως πιστεύετε ότι πρέπει να βασιζόμαστε στις αρετές του καθενός, τότε και ο αριθμός αυτός είναι ικανός


(Πλούταρχος, Λακωνικά Αποφθέγματα)

Μανθάνειν ἐν μὲν τῷ Οὐρανῷ τὸ ὁρᾶν, ἐν δὲ τῇ Γῇ τὸ ἀναμιμνήσκεσθαι.

Μακάριος ὁ διὰ τῶν Μυστηρίων διελθών, οὗτος γιγνώσκει τῆς ζωῆς τὴν ἀρχὴν καὶ τὸν σκοπόν!

Ὄλβιος ὅστις ἰδὼν κεῖνα εἶσ’ ὑπὸ χθόνα· οἶδε μὲν βίου τελευτάν, οἶδεν δὲ διόσδοτον ἀρχάν!


Πίνδαρος, Ποιητὴς τῶν Ἱερῶν Ἀγώνων τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ Προφήτης τοῦ Ἀπόλλωνος ἐν Δελφοῖς.



Και τί να πω αύριο στον Ήλιο;

«Σήκω, σαΐτεψε το φίδι, πώχει αφήκει

η παλιά φιδομάνα και που τώρα

πάλι τη γην ολόγυρα γυρεύει

στις δίπλες του σφιχτά για να τυλίξει»;

«Ξύπνα», να πω, «Τιτάνα Εσύ, και πάλι,

κυκλόφερε τα θεία πατήματά Σου,

τα θεία Σου τα σκιρτήματα τριγύρω

στο φοβερό ερπετό που ξαναζώνει

τη γη κι ο οσκρός* του αρχίνισε να τρέχει

στις θείες πηγές Σου, φαρμακώνοντάς τις»;


«Ο διθύραμβος του Ρόδου», Άγγελος Σικελιανός


* οσκρός = κεντρί, δηλητήριο
Ο Έλληνας, τέκνο του ΔευκΑλίωνος, μάχεται συνΕχώς!