βάλαλα λεγιά λαλά!
Απ’ της μάνας μου το μήτρα
έχω μάθει ν’ αγρυπνώ,
καίω θειάφι μες στη χύτρα
και διαβάζω τον καπνό.
Όποιος ψηλά δεν πέταξε δεν ξέρει τί ‘ναι κάστρο
κι όποιος το φως δεν άγγιξε ποτέ δεν γίνεται άστρο.
Βέγιαλα λαλά λεγιά
βάλαλα λεγιά λαλά!
Την πιστή μου κουκουβάγια
κάθε νύχτα τη ρωτώ
και μασώντας άγια βάγια
σ’ άλλα σύνορα πετώ.
Όποιος τον πόνο γνώρισε θά `χει αδερφό τον πόνο
κι όποιος φοβάται το θάνατο θα τον σηκώνει στον ώμο.
Βέγιαλα λαλά λεγιά
βάλαλα λεγιά λαλά!
Το παλιό μου το κιτάπι
έχει ξεθωριάσει πια,
ποιός θυμάται την αγάπη
ποιός πιστεύει σ’ ανθρωπιά;
Μα η αγάπη
θα ξαναζήσει πάλι με τον πόνο της,
το γκρέμισμά της πάλι θ’ αντικρίσει,
θα δει να χάνονται όλα κι όμως πάντα,
με το σκοτάδι μπρος σκοτάδι πίσω της,
πάντα και πάλι και ξανά
πάντα θα ζει και πάντα θά ‘ναι αγάπη!