Δύσκολα θα μπορούσε κάποιος που παίρνει τον εαυτό του στοιχειωδώς στα σοβαρά να απαντήσει με σιγουριά πότε ακριβώς ξεκίνησε να ασχολείται με την Παράδοση των Ελλήνων, καθώς αυτό δεν αποτελεί προϊόν ούτε «αιφνίδιας φώτισης», ούτε «επιλάμψεως» κάποιου «αγίου» πνεύματος, αλλά τουναντίον έρχεται -σε όσους βέβαια έρχεται!- μόνον μετά από μία σειρά βαθιών εσωτερικών συνειδησιακών αλλαγών που τον κάνουν επιτέλους ικανό να κατανοήσει σε ποιον τόπο ζει και ποιου εξαιρετικού παρελθόντος αυτός σήμερα καλείται να αποτελέσει το «παρόν». Μπορώ όμως να απαντήσω πότε «καταστάλαξα» στην Ελληνική κατεύθυνση και σιγά – σιγά εστίασα αποκλειστικά σε εκείνη. Σε αυτήν την περίπτωση μιλάμε για τα μέσα της δεκαετίας του 1980, λίγο μετά μάλιστα από την συμβουλή ενός σοφού άνδρα μιας άλλης Παράδοσης την οποία επίσης αγαπώ: «αυτό που αναζητάς θα το βρεις στην γλώσσα που ονειρεύεσαι»...
Τι σε έκανε να εισηγηθείς από κάποια στιγμή και μετά την επαναφορά της Ελληνικής Θρησκείας;
Το τόλμησα αυτό -γιατί περί τολμήματος επρόκειτο την εποχή που έγινε!- όταν συνειδητοποίησα, όπως και ο Γάλλος πολυθεϊστής Λουϊ Μενάρ τον 19ο αιώνα, πως δεν είναι δυνατόν να κατανοήσει κανείς τους Έλληνες δίχως προηγουμένως να συμμετάσχει απόλυτα και απροκατάληπτα στην Κοσμοθέαση και Θρησκεία τους. Αν και ένας πολύ μικρός κύκλος ανθρώπων είχαμε αρχίσει να τελετουργούμε ήδη από το 1987, εξέφρασα αυτήν την θέση δημόσια στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και συγκεκριμένα το 1992, προκαλώντας απίστευτες αναστατώσεις στα πολλών ειδών κέντρα πνευματικού ελέγχου της χώρας μας και, φυσικά, δίχως να αποφύγω τις άμεσες ή έμμεσες ενοχλήσεις (λ.χ. απειλές κατά της ζωής μου) που αποσκοπούσαν στο να με φοβίσουν ώστε να αυτολογοκριθώ και να πνίξω το όλο πράγμα εν τη γενέσει του.
Αντίθετα από τις δικές τους επιδιώξεις όμως, εγώ συνειδητοποίησα τότε ότι για να ενοχλώ τόσο πολύ σημαίνει πως βαδίζω στον σωστό δρόμο και βεβαίως συνέχισα με την ίδια ένταση -για να μην πω με αυξημένη κιόλας! Άλλωστε με την ιδέα του θανάτου ήμουν πολύ εξοικειωμένος από τα 20 μου τουλάχιστον, και συνεπώς καμμία απειλή κατά της ζωής μου δεν θα μπορούσε ν' αποτελέσει απειλή για εμένα, καθώς από τότε αποτελούσε πεποίθησή μου ότι κάθε άνθρωπος που θεωρεί τον εαυτό του ιστορικό υποκείμενο, οφείλει πριν από ο,τιδήποτε άλλο να είναι απολύτως συμφιλιωμένος με τον θάνατο. Αυτή η πεποίθησή μου, έχει σήμερα ισχυροποιηθεί ακόμα περισσότερο μετά από την ενασχόληση, στα πλαίσια της ιστορικής μου έρευνας, με πρόσωπα όπως ο Κλεομένης ο Γ, ο Κάτων ο Νεότερος, ο «ροβεσπιερικός» Φίλιππος Λεμπά, ο «τελευταίος σαμουραϊ» Τακαμόρι Σαϊγκό, αλλά και πολλοί άλλοι της εποχής μας από διαφορετικούς μάλιστα ιδεολογικούς χώρους, όπως ο ακροαριστερός αντάρτης πόλεων Χόλγκερ Μαϊνς (που πέθανε σε ηλικία 33 χρονών τον Νοέμβριο του 1974 μετά από απεργία πείνας μέσα στην φυλακή) ή ο καταχωρημένος ως «δεξιός» Ιάπωνας λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας Γιούκιο Μισίμα (που απέναντι στις δημοσιογραφικές κάμερες έκανε χαρακίρι τον Νοέμβριο του 1970, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την αμερικανοποίηση και άρα εθνοκτονία του λαού του).
Επανερχόμενος στα περί του αιτήματος για επαναφορά της Ελληνικής Θρησκείας, θέλω να αποσαφηνίσω ότι την έβλεπα και την βλέπω ως την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο να «ελληνίζει» κανείς επιφανειακά από την μία (λ.χ. με τον τρόπο των σχολαστικών φιλολόγων, ή των «ελληναράδων», των «χατζηρωμιών» και των λοιπών καταπατητών ενός ιδεολογικού εδάφους απέναντι στο σημαινόμενο του οποίου όλοι τους κανονικά δεν έχουν ούτε καν το δικαίωμα να υπάρχουν, όπως θα το έλεγε και ο Νίτσε) και στο να ΚΟΙΝΩΝΕΙ κανείς από την άλλη στον πραγματικό Ελληνισμό. Μετά από δύο περίπου δεκαετίες, η εκτίμησή μου εκείνη έχει επαληθευτεί πολλαπλά. Η απαίτηση για, πες το επαναφορά, πες το παλινόρθωση της Ελληνικής Θρησκείας αφαιρεί όλα τα καταπατητικά άλλοθι και αφήνει έκθετους τόσο τους «βιοποριζόμενους» όσο και τους «σταυροκοπούμενους». Τους πυρώνει το έδαφος κάτω από τις πατούσες τους, τους «χαλάει την σούπα».
Από την άλλη ωστόσο, το αίτημα εγκυμονεί αρκετούς κινδύνους, καθώς στην διαδρομή καιροφυλακτούν άπειρες όσες παρερμηνείες, συμπλέγματα, δεισιδαιμονίες, προκαταλήψεις, αγκυλώσεις, αλλά και κακοήθειες της ιδιότυπης σύγχρονης χριστιανικής εποχής στην οποία έχουμε την ατυχία να ζούμε. Είναι μια εποχή απόλυτης διανοητικής και πνευματικής σύγχυσης, καθώς η κυρίαρχη «δυτική» και πάντα χριστιανική ανθρωπότητα -την οποία παλαιότερα αποκαλούσα περιπαιχτικά «Παγκόσμια Ιερουσαλήμ» με αποτέλεσμα το μίσος των θιασωτών της να εκτοξεύεται στα ύψη- προσπαθώντας τους τελευταίους αιώνες να ξεφύγει από το μακραίωνο ψήσιμο ανθρώπων στις πυρές, σήμερα διακατέχεται εν πλήρη αρμονία από μία βιωματική πλέον θρησκοληψία, έναν «ελέω Θεού» αχαλίνωτο καπιταλισμό και μία επιστημονικοφανή αθεϊα, που απλώς φροντίζει να ξεμπερδεύει με κάθε έννοια «ιερού», ιδίως μέσα στην Φύση, αφήνοντας βεβαίως χώρο για την ξέφρενη επέλαση σε όλα τα πεδία του παραλογισμού των μονοθεϊστών, οι οποίοι κηρύσσουν την Φύση «νεκρή ύλη» για να αντλεί ισχύ και ηδονή μία αυτιστική και ματαιόδοξη ανθρωπότητα.
Έχουμε απομακρυνθεί από τον φυσικό, και άρα φυσιολογικό, άνθρωπο και αυτό κάνει το αίτημα εξαιρετικά δύσκολο, σχεδόν ουτοπικό. Όμως το απαιτεί η Ανάγκη και γι' αυτό άλλωστε το έθεσα τότε που το έθεσα. Με βάση όλα τα παραπάνω, τα έως τώρα αποτελέσματα ούτε με ενθουσίασαν, ούτε με απογοήτευσαν. Απλώς ήταν τα αναμενόμενα. Προέκυψαν και οι «δήθεν» και οι εγκάθετοι και οι γελοίοι και οι γελοιοποιητές, προέκυψαν και τα «λαμόγια», όμως εμφανίστηκαν και πάρα πολλοί εξαιρετικής ποιότητας άνθρωποι που κατανόησαν βαθιά την ουσία της Ελληνικής Θρησκείας και συνεπώς αποτελούν εδώ και χρόνια άξιους συνεχιστές της στο σήμερα και, ελπίζω, στο αύριο. Θα κλείσω το συγκεκριμένο θέμα με την διατύπωση ενός από τους φιλοσόφους μας ότι η καλύτερη μορφή λατρείας των Θεών είναι το να κατανοήσει κάποιος την φύση τους.
Ποια η αντιμετώπιση του έργου σου από τα ελληνικά μέσα μαζικής πληροφόρησης;
Από μία εκπληκτική... σύμπτωση (γελάει), όλα, από άκρου σε άκρο του πολιτικού φάσματος, το έχουν μέχρι στιγμής αντιμετωπίσει με... απόλυτη και πυκνότατη σιωπή: «...και τα πλάκωνε η σκλαβιά» που λέει και ο εθνικός μας ποιητής, θεοκρατία γαρ, Βυζάντιο και όλα τα σχετικά... και εγώ αρκετές φορές είχα μπει στον πειρασμό να τσιμπηθώ μήπως ακόμα και εγώ ο ίδιος τελικά... δεν υπάρχω (γέλια). Το έχω θίξει και στο πρόσφατο βιβλίο μου για τον Ροβεσπιέρο και τον Σαιν Ζυστ: το σύστημα εξοντώνει πια τις ενοχλητικές φωνές όχι με σφαίρες και τα άλλα ανάλογα του παρελθόντος, αλλά με απλό κλείσιμο του μικροφώνου. Δια παντός. Αυτό είναι πολύ αποτελεσματικό και επιπλέον δεν φορτώνει κανέναν με τύψεις. Μοντέρνοι καιροί, μοντέρνα πράγματα. Ξέρεις προφανώς και εσύ πολύ καλά τι ακριβώς εννοώ, αφού και εσένα σε «σβήνουν» με τον ίδιον ακριβώς τρόπο. Θυμάμαι ότι ακόμα και η είδηση ότι το βιβλιοπωλείο σου κάηκε εξαφανίστηκε «μυστηριωδώς» από όλα τα ηλεκτρονικά μέσα από την στιγμή που η Πυροσβεστική αποφάνθηκε ότι η καταστροφή ήταν αποτέλεσμα εμπρησμού.
Ποια προβλήματα αντιμετώπισες;Η έως σήμερα τουλάχιστον συλλογική δράση μου, με έφερε αντιμέτωπο με την σκληρή πραγματικότητα ότι το δυσκολότερο πράγμα που καλείται να αντιμετωπίσει κάποιος που θέλει να αγωνιστεί για έναν καλύτερο κόσμο, είναι η παγιωμένη νοοτροπία που εκδηλώνεται σε ατέρμονη κυκλική και χυδαία συμπεριφορά μέσα στα όρια εκείνου που κάποτε τολμούσαμε να καταγγέλλουμε ως «παλαιό κόσμο». Αντίθετα από άλλες εποχές, οι περισσότεροι άνθρωποι του σήμερα μισούν ακόμα και την πιθανότητα να αλλάξουν προς το καλύτερο και κατά κανόνα κινούνται μόνον από την κακία και τον φθόνο, ή από ωμή λύσσα για ισοπέδωση. Όταν όμως όλα αξίζουν όλα, τότε τίποτε δεν αξίζει τίποτε. Ελάχιστοι μόνον κινούνται από ευγενή αισθήματα ή από αγάπη για την Αρετή. Έγραψα πρόσφατα ότι η πραγματική σύγκρουση στην διάρκεια όλων αυτών των αιώνων της ανθρώπινης Ιστορίας είναι η ατελείωτη σύγκρουση των μειοψηφούντων ποιοτικών ανθρώπων με τα πλήθη των κάθε είδους «στρατιωτών της Χυδαιότητας»...
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ