σὲ ξένα ἀναστυλώματα δεμένο.
Ἂς εἶμαι ἕνα καλάμι, ἕνα χαμόδεντρο,
μὰ ὅσο ἀνεβαίνω, μόνος ν᾿ ἀνεβαίνω.
Δὲν θέλω τοῦ γυαλιοῦ τὸ λαμπροφέγγισμα
ποὺ δείχνεται ἄστρο μὲ τοῦ ἥλιου τὴ χάρη.
Θέλω νὰ δίνω φῶς ἀπὸ τὴ φλόγα μου
κι ἂς εἶμαι κ’ ἕνα ταπεινὸ λυχνάρι.