Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Χαράλαμπος Γαργανουράκης
Τα λόγια και τα χρόνια τα χαμένα
και τους καημούς που σκέπασε καπνός,
η ξενιτιά τα βρήκε αδελφωμένα.
Κι οι ξαφνικές χαρές που ήρθαν για μένα,
ήταν σε δάσος μαύρο κεραυνός
κι οι λογισμοί που μπόρεσα για σένα.
Και σου μιλώ σ' αυλές και σε μπαλκόνια
και σε χαμένους κήπους τού Θεού
κι όλο θαρρώ πως έρχονται τ' αηδόνια,
με τα χαμένα λόγια και τα χρόνια,
εκεί που πρώτα ήσουνα παντού
και τώρα μες στο κρύο και στα χιόνια.
Η μοίρα κι ο καιρός τό `χαν ορίσει
στον κόσμο αυτό να ρίξω πετονιά
κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει.
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
αυτός που δεν εγνώρισε γενιά,
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει!
Δεν ήτανε ρολόϊ σταματημένο
σε ρημαγμένο κι άδειο σπιτικό,
οι δρόμοι που με πήραν και προσμένω.
Τα λόγια που δεν ξέρω σού τα δένω,
με τους ανθρώπους πού `δαν το κακό
και το `χουν στ' όνομά τους κεντημένο.
Αυτός που σπέρνει δάκρυα και πόνο
θερίζει την αυγή ωκεανό,
μαύρα πουλιά τού δείχνουνε το δρόμο.
Κι έχει τη ζωγραφιά κοντά στον ώμο,
σημάδι μυστικό και ριζικό
πως ξέφυγε απ' τον Άδη κι απ' τον κόσμο.
στον κόσμο αυτό να ρίξω πετονιά
κι η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει.
Στο τέλος της γιορτής να τραγουδήσει
αυτός που δεν εγνώρισε γενιά,
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει
και του καημού την πόρτα να χτυπήσει!