Από μακριά οι πύργοι της Ακροκορίνθου διακρίνονταν, καθώς έμπαινε στο ιερό δάσος του Ποσειδώνος.
Ήταν πολύ ευτυχής αυτές τις στιγμές και όταν είδε ένα σμήνος γερανών να πετούν πάνω από το δάσος, για το ταξίδι τους προς στο νότο, είπε: «Καλή τύχη φίλοι. Βλέπω την παρουσία σας ως καλό οιωνό, είμαστε και οι δύο συνταξιδιώτες που αναζητάμε φιλοξενία».
Βρισκόταν τώρα στην καρδιά του δάσους και περπατούσε σε ένα στενό μονοπάτι, όταν δύο άνδρες, ληστές κατά τα φαινόμενα, εμφανίστηκαν μπροστά του. Ο Ίβυκος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά να φωνάξει για βοήθεια, αλλά ματαίως. Καθώς έπεφτε αιμόφυρτος στο χώμα θανάσιμα πληγωμένος, κατάφερε να πει: «Μαρτυρήστε τον φόνο μου γέρανοι!» Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια.
Όχι πολύ αργότερα, το παραμορφωμένο του σώμα βρέθηκε και αναγνωρίσθηκε από τον φίλο του, που θα τον φιλοξενούσε.
Όταν το γεγονός έγινε γνωστό στον συγκεντρωμένο από όλη την Ελλάδα κόσμο, προξένησε μεγάλη θλίψη. Ήταν μεγάλη βλασφημία στους Θεούς και στην φιλοξενία.
Αργότερα στο θέατρο οι αναστατωμένοι από το γεγονός θεατές άκουγαν με νεκρική σιγή και μεγάλο δέος, τα λόγια των Ερινύων:
Πραγματικά, ο ουρανός είχε γεμίσει από γερανούς που κατευθύνονταν προς το θέατρο. Δεν πήρε πολύ στους ακόμη θρηνούντες για τον Ίβυκο θεατές, να καταλάβουν την σημαντική έννοια που είχαν τα λόγια που ειπώθηκαν, και μπορούσες να ακούσεις ανάμεσα στις φωνές του πλήθους: «Παρατηρήστε την δύναμη των Ευμενίδων, ο Ίβυκος θα πάρει εκδίκηση». Αμέσως συνέλαβαν τον άνδρα που μίλησε και τον σύντροφο του. Ουδέποτε η δικαιοσύνη είχε αποδοθεί με καλύτερο τρόπο...