Ἄμμες δ᾽ αἱ πᾶσαι συνομάλικες, αἷς δρόμος ωὑτὸς
χρισαμέναις ἀνδριστὶ παρ᾽ Εὐρώταο
λοετροῖς,
τετράκις ἑξήκοντα κόραι, θῆλυς
νεολαία,
τᾶν οὐδ᾽ ἄν τις ἄμωμος, ἐπεί χ᾽ Ἑλένᾳ παρισωθῆ.
Ἀὼς ἀντέλλοισα καλὸν διέφαινε
πρόσωπον
πότνι᾽ ἄνυξέ τε λευκὸν ἔαρ χειμῶνας ἀνέντος·
ὧδε καὶ ἁ χρυσέα Ἑλένα διεφαίνετ᾽ ἐν
ἁμῖν.
Πιείρᾳ μέγα λᾷον ἀνέδραμε κόσμος ἀρούρᾳ
ἢ κάπῳ κυπάρισσος, ἢ ἅρματι Θεσσαλὸς ἵππος,
ὧδε καὶ ἁ ῥοδόχρως Ἑλένα Λακεδαίμονι
κόσμος.
Όλες οι
συνομήλικες που στα νερά του Ευρώτα
σαν
άντρες θε να τρέξουμε, διακόσιες και
σαράντα
κόρες, κι ανάμεσα σε μας μόλις φανεί η Ελένη,
καμμιά
από μας δεν θα βρεθεί να ’ναι χωρίς ψεγάδι.
Σαν την Αυγή το χάραμα την όψη της που
δείχνει,
σαν
άνοιξη κατάλευκη, σαν φεύγει ο χειμώνας,
τέτοια η Ελένη η χρυσή
λάμπει ανάμεσά μας.
Στολίδι
μες στον εύφορο αγρό είν’ το κυπαρίσσι,
όταν
ψηλό ορθώνεται, μα και στο περιβόλι,
ή άλογο
Θεσσαλικό στο άρμα είν’ στολίδι,
στη Λακωνία στόλισμα η
ροδαλή Ελένη.
Θεοκρίτου,
Ἑλένης Ἐπιθαλάμιος, στ. 22-31. Εἰδύλλια, ἀρ. 18.
Ἡ ἀπόδοση
εἶναι ἀπὸ τὶς Ἐκδόσεις ΚΑΚΤΟΣ, Ἀθήνα 1995.