Συνωμοσία, (το πρώτο ω) εκ του συν+ομνυμι, ομνύω (=ορκίζομαι), όπως και Ορκωμοσία, εκ του όρκον+ομνυμι, ομνύω. Ως συνωμοσία ορίζεται η κρυφή δέσμευσις δι' όρκου η οποία στρέφεται κατά τινος ή κατά τινων.
Συνωμότης, -ις = Ο δι' όρκου δεσμευόμενος είς τι κατά τινος ή κατά τινων.
Συνώμοτος, ο,η = Ο δι' όρκου δεσμευμένος είς τι κατά τινος ή κατά τινων.
Συνωμοτικός, -ή, -όν, -ώς = Ο μετέχων είς τινα συνωμοσίαν κατά τινος ή κατά τινων.
Συνωμόται = Οι στασιωτικώς κατά τού Δήμου ή τού Άρχοντος συνιστάμενοι.