Μουσική: Χριστόδουλος Χάλαρης
Ερμηνεία: Χρύσανθος Θεοδωρίδης
έχασα μαντήλι μ’ εκατό φλουριά,
ξόρκισα το χώμα, έκανα σταυρό
πριν αποσπερώσει να τα βρώ.
κι είδα μες στο ήλιο στην κακοπετριά
τρεις αλογολάτες με βαριά σπαθιά
και τις αλυσίδες αρμαθιά.
Τί ’ναι το κισμέτι, τί ’ναι το γραφτό;
Πριν το μονοπάτι πάρω να κρυφτώ,
μού ’στησαν καρτέρι σε μια πατουλιά
και με κλαίγαν δένδρα και πουλιά.
Ήταν μαύρη Τρίτη, μαύρο δειλινό
κι έχασα τον κόσμο και τον ουρανό.
Σε μεγάλο κάστρο, σε βαθειά σπηλιά
με τους πεθαμένους αγκαλιά.
Ώσπου κάποιο βράδυ τρίξαν οι αρμοί
κι άστραψε στην πόρτα λυγερό κορμί∙
μια Βασιλοπούλα σαν τη Μαξιμώ,
πού ’χε δυό φιδάκια στο λαιμό.
Πάρε, λέει, τα φίδια, βάλ’τα στην καρδιά
και μεγάλωσέ τα σαν μικρά παιδιά∙
το ’να είν’ ο Δράκος, τ’ άλλ’ ο Διγενής,
άξιο τους αδέρφι να γενείς.
Κράτησα τα φίδια μες στην ερημιά∙
βιός μου και ρεγάλο και κληρονομιά.
Μού ’φερναν καρύδια, γάλα και ψωμί,
δίχως να γυρεύουν πλερωμή.
Κι όταν κάποια νύχτα σώπασ’ η φωτιά,
σκάψανε του τοίχου τη ραγισματιά,
βρήκαν κερκοπόρτα, και πρωί-πρωί
μού ’δειξαν το δρόμο στη ζωή.
Τώρα τί στα λέω, τί στα μολογώ;
Μάθε μόνο τούτο, πού ’μαθα κι εγώ:
Αν κρατάς χρυσάφι, πλούτη και φλουριά,
δεν κατέχεις τί ’ναι λευτεριά!