Ζεὺς ἄνθρωπον ποιήσας ὀλιγοχρόνιον αὐτὸν ἐποίησεν. Ὁ δὲ τῇ ἑαυτοῦ συνέσει χρώμενος, ὅτε ἐνίστατο ὁ χειμών, οἶκον ἑαυτῷ κατεσκεύαζε καὶ ἐνταῦθα διέτριβε.
Καὶ δή ποτε σφοδροῦ κρύους γενομένου, καὶ τοῦ Διὸς ὕοντος, ἵππος ἀντέχειν μὴ δυνάμενος ἧκε δρομαῖος πρὸς τὸν ἄνθρωπον, καὶ τούτου ἐδεήθη ὅπως σκέπῃ αὐτόν.
Ὁ δ᾿ οὐκ ἄλλως ἔφη τοῦτο ποιήσειν, ἐὰν μὴ τῶν οἰκείων ἐτῶν μέρος αὐτῷ δῷ. Τοῦ δὲ ἀσμένως παραχωρήσαντος, παρεγένετο μετ᾿ οὐ πολὺ καὶ βοῦς, οὐδ᾿ αὐτὸς δυνάμενος ὑπομένειν τὸν χειμῶνα. Ὁμοίως δὲ τοῦ ἀνθρώπου μὴ πρότερον ὑποδέξεσθαι φάσκοντος, ἐὰν μὴ τῶν ἰδίων ἐτῶν ἀριθμόν τινα παράσχῃ, καὶ αὐτὸς μέρος δοὺς ὑπεδέχθη. Τὸ δὲ τελευταῖον κύων ψύχει διαφθειρόμενος ἧκε, καὶ τοῦ ἰδίου χρόνου μέρος ἀπονείμας σκέπης ἔτυχε.
Οὕτω τε συνέβη τοὺς ἀνθρώπους, ὅταν μὲν ἐν τῷ τοῦ Διὸς χρόνῳ γένωνται, ἀκεραίους τε καὶ ἀγαθοὺς εἶναι· ὅταν δὲ εἰς τὰ τοῦ ἵππου ἔτη γένωνται, ἀλαζόνας τε καὶ ὑψαύχενας εἶναι· ἀφικνουμένους δὲ εἰς τὰ τοῦ βοὸς ἔτη, ἀρχικοὺς ὑπάρχειν· τοὺς δὲ τὸν τοῦ κυνὸς χρόνον ἀνύοντας ὀργίλους καὶ ὑλακτικοὺς γίνεσθαι.
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς πρεσβύτην θυμώδη καὶ δύστροπον.
ΑΙΣΩΠΟΣ
Το Άλογο, το Βόδι, ο Σκύλος και ο Άνθρωπος.
/ Ἤ: Τα χρόνια του Αλόγου, του Βοδιού και του Σκύλου...
Όταν ο Δίας έφτιαξε τον κόσμο και τα ζώα, που θα τον κατοικούσαν, όριζε, στο καθένα από αυτά, πόσα χρόνια θα ζούσε. Σ’ όλα, όπως στη θαλασσινή χελώνα λόγου χάριν, όρισε να ζει ως τριακόσια χρόνια, σ΄ άλλα, σαν το κοράκι για παράδειγμα, διακόσια, στον ελέφαντα εκατόν πενήντα, στη φάλαινα πεντακόσια, στις πεταλούδες τρεις μέρες. Κι επειδή όλα ήταν για πρώτη φορά φτιαγμένα από το Δία και τότε θ’ άρχιζαν να ζούνε, κανένα τους δεν περηφανεύτηκε, ούτε παραπονέθηκε για τα χρόνια που του είχε ορίσει. Αφού έφτιαξε όλα τα ζώα, ο Δίας έφτιαξε και τον άνθρωπο. Σ’ αυτόν έδωσε και κάτι, που δεν είχε δώσει στα άλλα ζώα. Του έδωσε το λογικό.
-Και πόσα χρόνια ορίζεις να ζω; Ρώτησε ο άνθρωπος.
-Σαράντα! Του απαντάει ο Δίας.
-Καλά! Λέει ο άνθρωπος.
Αμέσως, με το λογικό του, σκέφτηκε πως σαράντα χρόνια είναι πολύ λίγα, όταν ένα κοράκι, λόγου χάρη, ζει τουλάχιστον εκατό. Δεν είπε όμως τίποτα, για να μην του τα πάρει κι αυτά ο Δίας. Όταν βγήκε στη ζωή ο άνθρωπος ήταν άνοιξη, όλα ήτανε όμορφα γύρω του, αλλά, τις νύχτες έκανε δροσιά και καθώς δεν είχε χοντρό δέρμα, όπως τα άλλα ζώα, για να προφυλάσσεται, σκέφτηκε να φτιάξει. Μάζεψε φύλλα τα ‘ραψε και τα φόρεσε. Αλλά τα φύλλα μαραίνονταν και τρίβονταν. Τότε χρησιμοποίησε προβιές αγριμιών. Έπειτα είδε πως τα πουλιά χτίζανε φωλιά, και σκέφτηκε κι αυτός να φτιάξει μια φωλιά, αλλά να είναι σκεπασμένη από πάνω, κι όχι ξέσκεπη, όπως οι φωλιές των πουλιών. Με το λογικό, λοιπόν, που του είχε χαρίσει ο Δίας, έφτιαξε ένα σπίτι με σκέπη, με πόρτα για να μπαινοβγαίνει και με παράθυρα, που του χρησίμευαν για να βλέπει τι γίνεται έξω, χωρίς να αναγκάζεται να βγαίνει από το σπίτι του. Πέρασε η άνοιξη κι ήρθε το καλοκαίρι με τις ζέστες του. Τα ζώα έτρεχαν να βρούνε κανένα δέντρο για να ξαπλώσουν κάτω από τον ίσκιο του. Ο άνθρωπος, όμως, είχε το σπίτι του, κι έτσι είχε όσο ίσκιο ήθελε. Ήρθε κι ο χειμώνας κι άρχισαν οι βροχές, τα κρύα, τα χιόνια. Τα ζώα έτρεμαν από το κρύο και στριμώχνονταν το ένα πλάι στο άλλο για να ζεσταθούν. Ο άνθρωπος όμως κλεινότανε μέσα στο σπίτι του και δεν κρύωνε καθόλου. Ένα βράδυ, που έκανε κρύο δυνατό, χτύπησαν την πόρτα του.
-Ποιος είναι; Ρώτησε από μέσα ο άνθρωπος.
-Είμαι εγώ, το άλογο, ακούστηκε απ’ έξω μια φωνή. Πάρε με μαζί σου, άνθρωπε, γιατί κρυώνω κι εγώ θα σου δουλεύω για να σε ξεπληρώσω.
-Μου χαρίζεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου για να σε πάρω;
-Σου χαρίζω! Υποσχέθηκε το άλογο.
Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το άλογο ζεστάθηκε κι άρχισε να του δουλεύει. Το άλλο βράδυ, παρουσιάστηκε το βόδι.
-Πάρε με άνθρωπε, να ζεσταθώ, κι εγώ θα σου δουλεύω! Τον παρακάλεσε.
-Σε παίρνω, αν μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου, είπε ο άνθρωπος.
-Μ’ όλη μου την καρδιά, απάντησε το βόδι.
Κι ο άνθρωπος το πήρε μέσα στο σπίτι του και το ‘στρωσε στη δουλειά. Το τρίτο βράδυ, ήρθε κι ο σκύλος, τουρτουρίζοντας.
-Πάρε με, άνθρωπε, στο σπίτι σου κι εγώ θα σου δουλεύω, του είπε.
-Εσύ για δουλεία δεν κάνεις, αποκρίθηκε ο άνθρωπος. Θα σε πάρω όμως για να φυλάς το σπίτι μου, όταν θα λείπω, φτάνει να μου χαρίσεις δέκα χρόνια από τη ζωή σου.
-Σου τα χαρίζω! Φώναξε ο σκύλος πρόθυμα.
Κι ο άνθρωπος τον πήρε στο σπίτι του και τον έβαλε να το φυλάει κι εκείνος το φύλαγε πιστά.
Κι έτσι ο άνθρωπος κέρδισε τριάντα χρόνια. Μόνο που, όταν τελείωσε τα σαράντα δικά του κι άρχισε να ζει τα δέκα του αλόγου, άρχισε να καμαρώνει σαν εκείνο. Στο δέκα του βοδιού, έγινε βαρύς και στενοκέφαλος κι ήθελε να γίνεται πάντα το δικό του. Και, στα τελευταία δέκα χρόνια, που είχε πάρει από το σκύλο, έγινε γκρινιάρης και θύμωνε με το παραμικρό.
Γι’ αυτό, από τότε, οι άνθρωποι έχουν τέτοιο χαρακτήρα: Είναι γιατί ζούνε τα χρόνια του αλόγου, του βοδιού και του σκύλου!