Τοῦ δὲ λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει· τοὺς δὲ ἄλλους ἀνθρώπους λανθάνει ὁκόσα ἐγερθέντες ποιοῦσιν, ὅκωσπερ ὁκόσα εὕδοντες ἐπιλανθάνονται.
Αν και ο Λόγος αυτός διαχέεται αιωνίως, οι άνθρωποι είναι ανίκανοι να τον καταλάβουν και πριν τον ακούσουν και αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά. Διότι, ενώ τα πάντα συντελούνται σύμφωνα με αυτόν τον Λόγο, αυτοί εμφανίζονται να μην έχουν πείρα, κάθε φορά που επιχειρούν να ασχοληθούν με λόγους και έργα, σαν κι αυτά που εγώ διηγούμαι, διαιρώντας τό κάθε τι σύμφωνα με την φύση του κι εκθέτοντας τό πώς έχει. Αλλά οι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν επίγνωση των όσων πράττουν όταν είναι ξυπνητοί, όπως βεβαίως λησμονούν και όσα βλέπουν όταν κοιμούνται!
(Ηράκλειτος, απόσπ. 1)