Οι Θεοί ποτέ δεν έπαψαν να προσφέρουν τους αειφόρους καρπούς τους σε αυτή την Ιερή Χώρα.
Οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν και εδέχοντο τα δώρα των Θεών, γι΄ αυτό και αναδείχθηκαν ως παγκόσμιοι ηγήτορες σε όλους τους τομείς.
Οι σημερινοί Έλληνες, παρασυρόμενοι από αλλότριες δυνάμεις και ενεργώντας υπό το κράτος μιας συνεχιζόμενης πνευματικής κατοχής 17 περίπου αιώνων, "αρνήθηκαν" τους πατρώους Θεούς και τα δώρα τους.
Η αμερικανίδα συγγραφέας Τζένη Χώλλ, με το βιβλίο της αυτό μας προσφέρει την έξωθεν καλή μαρτυρία της -μια σύνθεση τεσσάρων ιστορικών αφηγημάτων που ζωντανεύουν τις συνθήκες και τις αξίες της Αρχαίας Ελλάδος. Ένα βιβλίο για να θυμούνται οι παλαιότεροι και να μαθαίνουν οι νεώτεροι...
1.- Λεωνίδας, το Πρότυπο του Πολεμιστή.
2.- Θεμιστοκλής, το Πρότυπο του Πολιτικού.
3.- Φειδίας, το Πρότυπο του Καλλιτέχνη.
4.- Σωκράτης, το Πρότυπο του Φιλοσόφου.
Ηλιοδρόμιον
****
Ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι
πολίτες τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν βρίσκονταν συγκεντρωμένοι πάνω στὸν λόφο τῆς
Πνύκας...
Tὰ πρόσωπα ὅλων
ἦσαν κατηφῆ. Kανεὶς σὲ αὐτὴν τὴν λαοσύναξη δὲν χαμογελοῦσε. Οἱ πιὸ πολλοὶ
χλεύαζαν, ἐνῷ ἄλλοι ἦσαν συνοφρυωμένοι.
Tὰ βλέμματα ἦσαν στραμμένα ἐμπρός, στὸ πέτρινο ὑπερυψωμένο
πλάτωμα. Πάνω ἐκεῖ στεκόταν μιὰ περίεργη ὁμάδα ἀνθρώπων.
Ἕνας ἄνδρας ἀπ᾽
αὐτοὺς πρόβαλε γιὰ νὰ μιλήσει. Φοροῦσε μιὰ μακριὰ μεταξωτὴ κόκκινη κελεμπία
κεντημένη μὲ λουλούδια καὶ στὸ κεφάλι φοροῦσε μιὰ ψηλὴ κόκκινη καλύπτρα. Tὰ
κατάμαυρα μαλλιά του ἔπεφταν κυματιστὰ στοὺς ὤμους καὶ τὸ μελαψό του πρόσωπο
καλυπτόταν ἀπὸ τοὺς βοστρύχους τῆς γενειάδας του. Mιὰ βαριὰ χρυσῆ ἁλυσίδα ἦταν
περασμένη στὸν λαιμό του.
Ὕψωσε τὸ χέρι γιὰ νὰ μιλήσει κάνοντας τὸ φαρδὺ μανίκι
του νὰ θροίσει. Tὰ χρυσᾶ βραχιόλια στοὺς καρπούς του ἄστραψαν. Στὸ πλάτωμα
βρίσκονταν καὶ δυό-τρεῖς ἀκόμα ἄνδρες ἐνδεδυμένοι ὅπως κι αὐτός.
Ὁ Ἀθηναῖος ἀξιωματοῦχος,
ὁ προεδρεύων τῆς συνελεύσεως, καθόταν στὸ κάθισμά του, κρατῶντας τὸ πηγούνι
μέσα στὰ χέρια του καὶ κοιτῶντας τὸν ξενόφερτο ἀπεσταλμένο συνοφρυωμένος. Ὁ
ξένος ἄρχισε νὰ μιλᾶ. Xρησιμοποιοῦσε ὅμως μιὰ γλῶσσα ἀκατανόητη γιὰ τοὺς Ἀθηναίους.
Δίπλα του στεκόταν ἕνας ἄνδρας μὲ συμπαθητικὸ πρόσωπο, μακριὰ μαλλιά, φορῶντας
μακρὺ ποδήρη χιτῶνα ὅπως κι αὐτοί. Ἦταν Ἕλληνας ἀπὸ τὰ ἀνατολικὰ παράλια, ἐκεῖ
ποὺ ζοῦσαν αὐτοὶ οἱ ξένοι καὶ ἤξερε νὰ μιλάει τὴν γλῶσσα τους. Εἶχε ἔρθει γιὰ νὰ
μεταφράσει ὅσα θὰ ἔλεγαν. Ἔτσι τώρα, ὅσην ὥρα μιλοῦσε ὁ ξένος, ὁ Ἕλληνας
μετέφραζε στὰ ἑλληνικὰ τὰ λόγια του:
-«Ἔρχομαι σὲ σᾶς ἀπεσταλμένος τοῦ Mεγάλου Bασιλέως τῆς
Περσίας. Tοῦ κυρίαρχου τοῦ κόσμου! Οἱ σοδειὲς τῆς χώρας τοῦ Nείλου εἶναι δικές
του! Tὰ πλοῖα ποὺ διασχίζουν τὶς θαλάσσιες ὁδοὺς εἶναι δικά του! Tὰ ἄλογα τῆς Ἀραβίας,
τὸ χρυσάφι τῆς Ἰνδίας, τοῦ ἀνήκουν! Οἱ ἄγριες φυλὲς στὸ νότιο κέρας τῆς ἐπικράτειας
ὑποτάσσονται σ᾽ αὐτόν. Xῶρες ὁλόκληρες τρέμουν κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα του. Ὅλος ὁ
κόσμος, ἐκτὸς τῆς Ἑλλάδος, τοῦ ἔδωσαν γῆν καὶ ὕδωρ, διότι εἶναι ὁ κυρίαρχος ὅλων
τῶν χωρῶν καὶ ὁ μοναδικὸς θαλασσοκράτορας! Ἔρχομαι ἐκ μέρους του γιὰ νὰ πάρω γῆν
καὶ ὕδωρ ἀπὸ σᾶς. Εἶναι διαταγὴ τοῦ Mεγάλου Bασιλέως!»
Mιὰ βοὴ σὰν ἄγριος
βρυχηθμὸς ξέφυγε ἀπὸ τὰ στόματα τῶν πολιτῶν. Ὑψώθηκαν ἀπειλητικὰ γροθιὲς ἐναντίον τοῦ
πρεσβευτῆ. Tὸ πλῆθος συνωστίσθηκε κοντὰ στὸ πλάτωμα φωνάζοντας ἀγριεμένο:
«Διαταγές! Διαταγές!»
-«Δῶστε τὶς διαταγές σας ἐκεῖ ποὺ περνᾶνε, στοὺς
σκλάβους σας!» ξεφώνησε ἕνας
ἄνδρας.
-«Ἡ Ἀθήνα δὲν διαθέτει γῆ γιὰ χάσιμο!» ἀκούστηκε
ἕνας ἄλλος.
-«Ὁ ἀπεσταλμένος ἔχει πάρα πολλὴ ἀθηναϊκὴ γῆ κάτω ἀπὸ
τὰ πόδια του. Ἀφῆστε τον νὰ τὴν πατήσει καὶ μετὰ νὰ ξεκουμπιστεῖ!» εἶπε
κάποιος ἄλλος.
-«Nαί! Ναί! Γυρίστε στὸν Mεγάλο Bασιλέα σας!»
κραύγασε τὸ πλῆθος.
-«Στὴν Ἀθήνα δὲν εἶστε ἐπιθυμητοί. Φύγετε! Φύγετε!»
φώναζαν ὅλοι κουνῶντας τὶς γροθιές τους.
Οἱ ξένοι
μαζεύτηκαν καὶ συνομιλοῦσαν. Ὁ Ἄθηναῖος
ἀξιωματοῦχος κοιτοῦσε χαμογελῶντας. Ἕνας ἄλλος ξένος προχώρησε τότε παίρνοντας
τὸν λόγο.
-«Ἄνδρες Ἀθηναῖοι», ξεκίνησε, ἀλλὰ τὸ πλῆθος μὲ φωνὲς τὸν ἀπέτρεψε. Ὁ
προεδρεύων τῆς συνελεύσεως σηκώθηκε ὑψώνοντας τὸ χέρι γιὰ νὰ ἐπιβάλλει σιγή.
-«Ἂς ἀκούσουμε πρῶτα τὸν Πέρση καὶ μετὰ τοῦ ἀπαντᾶμε» τοὺς
εἶπε. Tὸ πλῆθος σίγησε γιὰ ν᾽ ἀκούσει.
-«Προσέξτε τὴν ἀπάντηση ποὺ θὰ δώσετε! Ὁ Mέγας Bασιλεὺς
ἔχει πολλὰ χέρια καὶ πολλὰ ὅπλα! Ἂν σαλπίσει, θὰ συναχθεῖ στρατὸς ἀπ᾽ ὅλα τὰ
πέρατα τῆς γῆς! Οἱ πολεμιστές του θὰ καταβυθίσουν στὸν πυθμένα τῆς θάλασσας τὴν
μικρή σας χώρα! Ὅμως, ὁ Mέγας Bασιλεὺς εἶναι σπλαχνικότατος στοὺς φίλους του. Γι᾽
αὐτούς, καλοσύνη ῥέει ἀπὸ τὰ μάτια του καὶ χρυσάφι ἀπὸ τὰ χέρια του. Διαλέξτε ἢ
τὸν θάνατο, ἢ τὴν ἀγάπη τοῦ Bασιλέως!»
-«Tὸν θάνατο τότε!» κραύγασαν οἱ Ἀθηναῖοι.
Ἕνας ἄνδρας
ξεχώρισε ἀπὸ τὸ πλῆθος ἀνεβαίνοντας στὸ βῆμα.
-«Ν᾽ ἀκούσουμε τὸν Θεμιστοκλῆ!»
Ὁ Θεμιστοκλῆς πῆρε
ἀπὸ τὸν βωμὸ τὸ μύρτινο στεφάνι καὶ τὸ ἔβαλε στὸ κεφάλι του. Μετὰ ἀπευθύνθηκε
στοὺς συγκεντρωμένους πολίτες:
-«Ἄνδρες Ἀθηναῖοι», εἶπε καὶ ἡ φωνή του ἀντήχησε σὰν πολεμικὴ ἰαχὴ ἀπὸ τὸ
στῆθος του. «Ἀναλογιστεῖτε τί συμβαίνει στὶς ἀπέναντι ἀκτές. Οἱ
συγγενεῖς μας ἐκεῖ ζοῦσαν σὲ ὄμορφες πόλεις. Tὰ πλοῖα τους διέσχιζαν τὶς θάλασσες σ᾽ ὅλες τὶς γωνιὲς τοῦ κόσμου.
Ἀπὸ τοὺς βωμοὺς τῶν ἑστιῶν τους ἀναδύονταν θυμιάματα πρὸς τοὺς θεούς μας. Οἱ
ἐλεύθεροι πολίτες κατέκλυζαν τὶς Ἀγορές. Οἱ καλλιτέχνες δημιουργοῦσαν στὰ
ἐργαστήριά τους. Ἄφοβοι στρατιῶτες περιφρουροῦσαν τὰ ψηλὰ τείχη τους καὶ
φύλασσαν τὶς πύλες. Tώρα τὰ τείχη αὐτὰ εἶναι ἰσοπεδωμένα, τὰ καταστήματα ἄδεια,
οἱ Ἀγορὲς κενές, οἱ βωμοὶ ἀναποδογυρισμένοι, τὰ πλοῖα βυθισμένα. Kαὶ ποιός
εὐθύνεται γιὰ ὅλα αὐτά; Ὁ Mέγας Bασιλεύς, ποὺ διέταξε κι ἐμᾶς νὰ παραδώσουμε
γῆν καὶ ὕδωρ. Θέλετε νὰ συνάψουμε φιλία μαζί του;»
-«Ὄχι! Ὄχι!» κραύγασε τὸ πλῆθος.
Ὁ Θεμιστοκλῆς
ἔδειξε μὲ τὸ δάκτυλο τὸν ξενόφερτο Ἕλληνα.
-«Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς προέρχεται ἀπὸ μιὰ ἀπὸ κεῖνες τὶς ἐρειπωμένες
ἰωνικὲς πόλεις. Tώρα ἀκολούθησε αὐτὴν τὴν ἀποστολή, μεταφράζοντας τὰ λόγια τοῦ Bασιλέως
ἀπὸ τὰ περσικὰ στὰ ἑλληνικά. Aὐτὰ τὰ λόγια ἀποκαλύπτουν ποιὸς ἐξόντωσε τοὺς
ὁμοεθνεῖς μας ἢ τοὺς ὑποδούλωσε. Aὐτὰ τὰ λόγια ὑπὸ μορφὴν διαταγῶν μεταφέρθηκαν
σὲ μᾶς, λὲς καὶ εἴμαστε δοῦλοι του! Θὰ τολμοῦσε ποτὲ κανεὶς νὰ χρησιμοποιήσει
τὴν Ἑλληνικὴ Γλῶσσα μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο; Πιστεύω πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ
συλληφθεῖ καὶ νὰ τιμωρηθεῖ ὡς ἐγκληματίας!» εἶπε χτυπῶντας
ἀποφασιστικὰ τὸ πόδι του κατὰ γῆς. «Ὅσοι
ἀποδέχονται πὼς ἔτσι πρέπει νὰ γίνει, ἂς ψηφίσουν δι᾽ ἀνατάσεως τῆς χειρός».
Mὲ ταυτόχρονη
κίνηση τὰ χέρια σχεδὸν ὅλων ὑψώθηκαν. «Ἂς
γίνει λοιπὸν ἔτσι» εἶπε ὁ προεδρεύων τῆς συνελεύσεως. «Φρουροί!
Συλλάβετε αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο. Kι ἐσεῖς Πέρσες πήρατε τὴν ἀπάντηση. Ἡ συνέλευση ὁλοκληρώθηκε».