Αὐτὰρ ὁ τεῦχε
βοὴν διὰ ἄστεος· οἱ δ᾽ ἀίοντες
φοίτων ἴφθιμοι
Λαιστρυγόνες ἄλλοθεν ἄλλος,
μυρίοι, οὐκ ἄνδρεσσιν
ἐοικότες, ἀλλὰ Γίγασιν.
Οἵ ῥ᾽ ἀπὸ
πετράων ἀνδραχθέσι χερμαδίοισιν
βάλλον· ἄφαρ
δὲ κακὸς κόναβος κατὰ νῆας ὀρώρει
ἀνδρῶν τ᾽ ὀλλυμένων
νηῶν θ᾽ ἅμα ἀγνυμενάων·
ἰχθῦς δ᾽ ὣς
πείροντες ἀτερπέα δαῖτα φέροντο.
Έβαλε τότε
τις φωνές στη χώρα ο Αντιφάτης,
κι άλλοι απ’ αλλού ξετρύπωναν χιλιάδες Λαιστρυγόνες
πελώριοι, που με γίγαντες μοιάζανε κι όχι μ’ άντρες.
Ασήκωτες απ’ τις κορφές κοτρόνες μας πετούσαν
κι άξαφνα κρότοι φοβεροί κατά τα πλοία αχούσαν,
ανθρώπων που σκοτώνουνταν και καραβιών που σπούσαν.
Σαν ψάρια τους καμάκιαζαν, φριχτό φαΐ να φάνε.
κι άλλοι απ’ αλλού ξετρύπωναν χιλιάδες Λαιστρυγόνες
πελώριοι, που με γίγαντες μοιάζανε κι όχι μ’ άντρες.
Ασήκωτες απ’ τις κορφές κοτρόνες μας πετούσαν
κι άξαφνα κρότοι φοβεροί κατά τα πλοία αχούσαν,
ανθρώπων που σκοτώνουνταν και καραβιών που σπούσαν.
Σαν ψάρια τους καμάκιαζαν, φριχτό φαΐ να φάνε.
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ, ΡΑΨ. κ στ. 118-124.
ΑΠΟΔΟΣΗ: ΖΗΣΙΜΟΣ ΣΙΔΕΡΗΣ