αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ μακρὸν ἐρινεὸν ὑψόσ' ἀερθείς,
τῷ προσφὺς ἐχόμην ὡς νυκτερίς· οὐδέ πῃ
εἶχον
οὔτε στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον οὔτ' ἐπιβῆναι·
ῥίζαι γὰρ ἑκὰς εἶχον, ἀπήωροι δ' ἔσαν ὄζοι
μακροί τε μεγάλοι τε, κατεσκίαον δὲ Χάρυβδιν.
Τότε εγώ προς την μακριὰ αγριοσυκιά επάνω αφού ανυψώθηκα,
από αυτήν κρατιόμουν σφιχτά σαν
νυχτερίδα∙ καθώς δεν είχα ούτε
πού να στηρίξω σταθερά τα χέρια
μου ούτε πού να πατήσω∙
διότι οι ρίζες ήταν μακρυά μου
και τα κλαδιά ήταν μετέωρα,
μακριὰ καὶ μεγάλα, καὶ σκίαζαν αποκάτω μου την
Χάρυβδη.
Ὅμηρος, Ὀδύσσεια (μ 432-436). Ἀπόδοση: Ἰαλυσσός
Σημ. Όταν η
"Σκύλλα" αρπάζει κάποιους από τους συντρόφους σου και η
"Χάρυβδις" απειλεί να καταπιεί τα πάντα... τότε, κρατήσου σφιχτά σαν
νυχτερίδα από τον "Ερινεό" κι άσε την αναρροφητική παλίρροια να
κλείσει τον Κύκλο της!