Ἡ
Χίμαιρα – Τέκνο τῆς Ἔχιδνας καὶ τοῦ
Τυφῶνα
Ἥ δὲ
Χίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ,
δεινήν τε
μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε·
Τῆς δ᾽ ἦν
τρεῖς κεφαλαί· μία μὲν χαροποῖο λέοντος,
ἣ δὲ
χιμαίρης, ἣ δ᾽ ὄφιος, κρατεροῖο δράκοντος,
πρόσθε λέων,
ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα
πυρὸς μένος αἰθομένοιο.
Τὴν μὲν
Πήγασος εἷλε καὶ ἐσθλὸς Βελλεροφόντης.
Κι ακόμη γέννησε τη φοβερή, την
τεράστια Χίμαιρα,
τη γοργόποδη και δυνατή, που
αναπνέει αμείλικτη φωτιά.
Τρία κεφάλια είχε, το ένα
λιονταριού, με τη λαμπερή ματιά,
το άλλο αίγας και το άλλο
φιδιού, δράκοντα τρομερού.
Μπρός το λιοντάρι, πίσω το φίδι
και στη μέση η αίγα
αποπνέοντας τρομερή φωτιά που
εξακοντιζόταν.
Αυτήν τη δάμασε ο Πήγασος κι ο
ανδρείος Βελλεροφόντης.
ΗΣΙΟΔΟΣ, ΘΕΟΓΟΝΙΑ, στ. 319-325