13 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΚΩΙ ΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΕΛΕΗΘΗΝΑΙ...


Ψύλλα καὶ  Ἄνθρωπος

Ψύλλα* ποτέ τινι πολλὰ ἠνώχλει· καὶ δὴ συλλαβών:
«Τίς εἶ σύ», ἀνεβόα, «ὅτι πάντα μου τὰ μέλη κατεβοσκήσω, εἰκκαὶ μάτην ἐμὲ καταναλίσκων;»

Ἡ δὲ ἐβόα: «Ὦ οὗτος, σῶζέ με, μὴ κτεῖνε· μέγα γὰρ κακὸν οὐ δύναμαι ποιεῖν».

Ὁ δὲ γελάσας πρὸς αὐτὴν οὕτως ἔφη:
«Ἄρτι τεθνήξῃ χερσί μου ταῖς ἰδίαις· ἅπαν γὰρ κακὸν, εἴτε μικρὸν εἴτε μέγα, οὐδ᾿ ὅλως πρέπει που φῦναι».

ΔΙΔΑΓΜΑ:

Ὅτι κακῷ οὐ πρέπει ἐλεηθῆναι, κἂν μέγας ᾖ κἂν μικρός.

                                     ΤΑΔΕ ΕΦΗ... ΑΙΣΩΠΟΣ

 

* αρχ. ψύλλα, θηλυκό, και σημ. ψύλλος, αρσενικό.
Μικροσκοπικό έντομο που ζει παρασιτικά σε ανθρώπους και ζώα. Κατ’ Αριστοτέλην, ανήκει στα λεγόμενα «δηκτικά φαλάγγια»:
«Τῶν δ' ἀραχνίων καὶ τῶν φαλαγγίων ἔστι πολλὰ γένη, τῶν μὲν δηκτικῶν φαλαγγίων δύο, τὸ μὲν ἕτερον ὅμοιον τοῖς καλουμένοις λύκοις μικρὸν καὶ ποικίλον καὶ ὀξὺ καὶ πηδητικόν· καλεῖται δὲ ψύλλα» (Των περί τα ζώα ιστοριών).

Παροιμιώδεις εκφράσεις:
  • «για ψύλλου πήδημα» - για ασήμαντο λόγο.
  • «αυτός καλιγώνει /πεταλώνει τον ψύλλο» - έχει μεγάλη επιδεξιότητα.
  • «μου μπήκαν ψύλλοι στ΄ αυτιά» - αρχίζω να έχω υποψίες, υποψιάζομαι,  ψυλλιάζομαι.
  • «τί ψάχνεις; ψύλλους στ΄ άχυρα;» - αναζητώ μάταια πράγματα που είναι δύσκολο να βρεθούν.
  • «ούτε ψύλλος στον κόρφο του» - δεν θα ήθελα να μου συμβεί αυτό που έπαθε κάποιος άλλος. 
                                              Ιαλυσσός