15 Μαρτίου 2008

ΙΔΕΣ, ΚΑΙ ΕΙΣ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑΤΑ ΟΜΟΓΝΩΜΟΥΜΕ, ΚΑΘΩΣ ΕΙΣ ΤΗ ΘΕΛΗΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣ ΟΛΑ Τ΄ ΑΛΛΑ ΕΡΓΑ

"Ψυχ μεγάλη κα γλυκειά, μετ χαρς σ᾿ τ λέω:

Θαυμάζω τς γυνακες μας κα στ᾿ νομά τους μνέω.

φοβήθηκα κάποτε μ δειλιάσουν κα τς παρατήρησα διάκοπα.

πόψε, ν εχαν τ παράθυρα νοιχτ γι τ δροσιά, μία π᾿ ατές, νεώτερη, πγε ν τ κλείσει, λλ μία λλη τς επε: «χι, παιδί μου· φησε ν μπε μυρωδι π τ φαγητά· εναι χρεία ν συνηθίσουμε».

Κι τσι λέγοντας ματάνοιξε τ παράθυρο, κα πολλ μυρωδι τν ρωμάτων χυνότουν μέσα κι γιόμισε τ δωμάτιο.

Κα πρώτη επε: «Κα τ εράκι μας πολεμάει».

Μία λλη στεκε σιμ ες τ τοιμοθάνατο παιδί της.

Κα λλη επε χαμογελώντας, ν διηγηθε καθεμία τ᾿ νειρό της.

Κα μία επε: «Μο φαινότουν τι λοι μες, ντρες κα γυνακες, παιδι κα γέροι, μαστε ποτάμια, ποι μικρά, ποι μεγάλα, κι τρέχαμε νάμεσα ες τόπους φωτεινούς, ες τόπους σκοτεινούς, σ λαγκάδια, σ γκρεμούς, πάνου κάτου, κι πειτα φθάναμε μαζ στ θάλασσα μ πολλ ρμή».

Κα μία δεύτερη επε:

γώ δα δάφνες. - Κι γ φς...

- Κι γ σ᾿ φωτι μίαν μορφη π᾿ στράφταν τ μαλλιά της.

Κα φο λες διηγήθηκαν τ νείρατά τους, κείνη ποχε τ παιδ τοιμοθάνατο επε: «δές, κα ες τ νείρατα μογνωμομε, καθς ες τ θέληση κα ες λα τ᾿ λλα ργα». Κα λες ο λλες συμφώνησαν κι τριγυρίσαν μ γάπη τ παιδί της πού χε ξεψυχήσει.

δού, ατς ο γυνακες φέρνονται θαυμαστά· ατς εναι μεγαλόψυχες, κα λένε τι μαθαίνουν πό μας· δ δειλιάζουν, μολονότι τος πάρθηκε λπίδα πο εχαν ν γεννήσουν τέκνα γι τ δόξα κα γι τν ετυχία. μες λοιπν μπορομε ν μάθουμε π᾿ ατς κα ν τς λατρεύουμε ως τν στερη ρα."

( ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΙ )